Επιμέλεια Άρθρου: Μυτηληνάκη Βίβιαν, B.Sc.Νοσηλευτικής – Σύμβουλος
1. Τι είναι η Συμβουλευτική
Σύμφωνα με έναν ορισμό της Αμερικάνικης Συμβουλευτικής Εταιρείας «Συμβουλευτική είναι η τέχνη να βοηθάς ανθρώπους».
Παρά το γεγονός ότι ο όρος εμπεριέχει στη θεματική του ρίζα τη «συμβουλή» δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι χρησιμοποιείται με τη σημασία που αποδίδουμε στη λέξη στο καθημερινό μας λεξιλόγιο (Μαλικιώση–Λοίζου, 2012).
Ο Σύμβουλος δεν δίνει συμβουλές αλλά λειτουργεί περισσότερο υποστηρικτικά και βοηθητικά και έμμεσα κατευθυντικά.
Οι ιδέες της καθοδήγησης του ατόμου, της ενίσχυσης και του αυτοσεβασμού της ατομικότητάς του έχουν τις ρίζες τους βαθιά στην ανθρώπινη ιστορία (Αίγυπτος, Κίνα, Αρχαία Ελλάδα). Η Συμβουλευτική είναι προσέγγιση βοήθειας, που στηρίζεται κατά κύριο λόγο σε μια σχέση που δημιουργείται και αναπτύσσεται μεταξύ των δύο μερών, του βοηθούντος και του βοηθούμενου. «Σχέση είναι μια υποθετική έννοια που προσδιορίζει το συναγόμενο συναισθηματικό χαρακτήρα της ορατής αλληλεπίδρασης μεταξύ δύο ατόμων» (Mcleod, 2005).
Η Συμβουλευτική αποτελεί μια διαδικασία γιατί έχει χρονική διάρκεια και γιατί μέσα σε αυτήν ενυπάρχει μια αλυσίδα από γεγονότα και στάδια που διαδέχονται το ένα το άλλο. Σαν διαδικασία επικεντρώνεται στην ατομική ή και ομαδική συνεξέταση, με την παρουσία ενός ειδικού (που καλείται Σύμβουλος), θεμάτων ή προβλημάτων που απασχολούν το άτομο ή τα άτομα, και στη διευκόλυνση ανεύρεσης επιλογών (Μαλικιώση–Λοίζου, 2012).
Ο όρος Συμβουλευτική, με διεπιστημονικό γνωστικό αντικείμενο, μπορεί να εφαρμοστεί από Σύμβουλο ο οποίος δεν είναι απαραίτητα Ψυχολόγος. Σύμφωνα με τον κ. Δημητρόπουλο οι δύο όροι έχουν κοινά σημεία αναφοράς ως προς το αντικείμενο και ως προς τη μεθοδολογία, τη θεωρία και τους χώρους εφαρμογής. Οι διαφορές ενός Ψυχολόγου και ενός Συμβούλου έγκεινται στο περιεχόμενο των σπουδών καθώς και στο γεγονός ότι ο Ψυχολόγος είναι κοινωνικός επιστήμονας καταρτισμένος στη διεξαγωγή ερευνών και στην εκτίμηση της ανθρώπινης προσωπικότητας (Δημητρόπουλος, 2005).
Αναφορικά με τον σκοπό της παρέμβασης, το αντικείμενο της Συμβουλευτικής μπορεί να λάβει διαφορετικές κατευθύνσεις, οι οποίες διακρίνονται κυρίως στη θεραπευτική (αντισταθμιστική, επανορθωτική) και την προληπτική. Ανάλογα με τους χώρους εφαρμογής της δημιουργούνται πολλές εξειδικεύσεις και κλάδοι αυτής (Μαλικιώση–Λοίζου, 2012).
Σε κάθε περίπτωση η Συμβουλευτική εντάσσεται στους «θεσμούς επικούρησης του ανθρώπου» οι οποίοι αποτελούν απάντηση στις αυξημένες ανάγκες καθοδήγησης και συμπαράστασης που απορρέουν από τους ραγδαίους ρυθμούς της τεχνολογικής ανάπτυξης, τη ρευστότητα στο χώρο εργασίας, τις κοινωνικές εξελίξεις, την αναθεώρηση των παραδοσιακών αξιών, του ρόλου ης οικογένειας και του σχολείου. Παρέχει στα άτομα έναν τρόπο για να αντιμετωπίζουν τις αλλαγές στο κοινωνικό τοπίο. Το κλειδί, η καρδιά στην πρακτική εφαρμογή της Συμβουλευτικής, όπως και κάθε λειτουργίας επικούρησης και βοήθειας του ανθρώπου, βρίσκεται στη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ των δύο μερών (ειδικού και βοηθούμενου), ενώ πολλοί συγγραφείς χειρίζονται τόσο την πρακτική όσο και την εφαρμογή της με άξονα τη σχέση αυτή. Η κατάσταση της «σχέσης» σημαίνει μια φυσική, πνευματική, ψυχολογική, συναισθηματική, γνωστική επαφή μεταξύ των δύο συνήθως ατόμων η οποία, πέρα από όλα τα άλλα, είναι οργανωμένη και προγραμματιζόμενη. Αν δεν δημιουργηθεί αυτή η σχέση η συμβουλευτική βοήθεια και πιο πολύ η θεραπεία είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη (Σταλίκας, 2012; Μαλικιώση-Λοίζου, 2012; Δημητρόπουλος 2005; Mcleod, 2005).
1.1. Στόχοι της συμβουλευτικής
Κύριο στόχος της συμβουλευτικής είναι να βοηθήσει το άτομο, αφού πρώτα γνωρίσει τον εαυτό του και το περιβάλλον του, να κάνει τις κατάλληλες επιλογές που θα το βοηθήσουν, αναφορικά με τα θέματα που το απασχολούν, να τα αντιμετωπίσει και να αξιοποιήσει καλύτερα τον εαυτό του για το δικό του αλλά και για το γενικότερο όφελος (Μαλικιώση–Λοίζου, 2012).
Αναλυτικότερα οι στόχοι της είναι σύμφωνα με τους: Σταλίκα, (2012) Μαλικιώση-Λοίζου, (2012) Δημητρόπουλο (2005) και Mcleod (2005):
1.Ενόραση:Είναι η κατανόηση της προέλευσης δημιουργίας και διατήρησης των συναισθηματικών προβλημάτων, με αύξηση της ικανότητας ελέγχου συναισθημάτων και πράξεων.
2.Η σχέση με τους άλλους ανθρώπους: Δηλαδή η ικανότητα δημιουργίας εποικοδομητικών σχέσεων σε προσωπικό, κοινωνικό και επαγγελματικό επίπεδο.
3.Αυτογνωσία: Η επίγνωση δηλαδή σκέψεων και συναισθημάτων και πώς επηρεάζουν τη συμπεριφορά. Επίγνωση του πώς με βλέπουν οι άλλοι και πώς βλέπω εγώ τον εαυτό μου.
4.Αυτοαποδοχή: Ανάπτυξη θετικής στάσης απέναντι στον εαυτό μου ως αποτέλεσμα της αυτογνωσίας.
5.Αυτοπραγμάτωση: Η δράση σύμφωνα με τις δυνατότητές μου και η ενσωμάτωση αλληλοσυγκρουόμενων πτυχών του εαυτού μου.
6.Διαφώτιση: Υψηλότερο επίπεδο πνευματικής αφύπνισης.
7.Επίλυση προβλημάτων: Βοήθεια στη διερεύνηση λύσεων.
8.Ψυχολογική εκπαίδευση: Απόκτηση τεχνικών και γνώσεων ώστε να μπορώ να κατανοώ και να επεμβαίνω στο συναίσθημα και τη συμπεριφορά μου.
9. Απόκτηση κοινωνικών δεξιοτήτων: Διαπροσωπικές δεξιότητες, έλεγχος θυμού κλπ.
10.Γνωστική αλλαγή: Είναι η αντικατάσταση μη λογικών πεποιθήσεων και η καλλιέργεια ρεαλιστικής σκέψης. Η αλλαγή στον τρόπο αντίληψης και επεξεργασίας ερεθισμάτων από το περιβάλλον.
11.Αλλαγή συμπεριφοράς: Συνοδεύει τη γνωστική αλλαγή και κάποιες φορές προηγείται αυτής.
12.Συστημική αλλαγή: Αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας μέσα σε συστήματα (οικογένεια, εργασία κ.λ.π.).
13.Ενδυνάμωση: Βοήθεια στο να αποκτήσω γνώσεις και δεξιότητες ως προς το δημιουργικό έλεγχο της ζωής μου.
14.Επανόρθωση: Συμφιλίωση με προηγούμενη αυτοκαταστροφική συμπεριφορά.
15.Παραγωγικότητα και κοινωνική δράση: Η ικανότητα να νοιάζομαι για τους γύρω μου και να συνεισφέρω στο κοινό καλό.
1.2. Χαρακτηριστικά ενός καλού Συμβούλου
Με δεδομένη τη μοναδικότητα του κάθε ατόμου, ο Σύμβουλος δεν υιοθετεί μια γενικευμένη συμπεριφορά για όλες τις περιπτώσεις. Οι δεξιότητες που ο σύμβουλος καλείται να αναπτύξει, εξυπηρετούν τόσο την πρόληψη και τη διάγνωση όσο και τη θεραπεία στη συμβουλευτική παρέμβαση (Μαλικιώση-Λοίζου, 2012).
Ένα ερώτημα που δημιουργήθηκε σχεδόν από τα πρώτα βήματα εξέλιξης της Συμβουλευτικής είναι αν ο καλός Σύμβουλος γεννιέται ή αν γίνεται. Απλούστερα, αν το να λειτουργήσει ένα πρόσωπο αποτελεσματικά σε αυτόν τον ρόλο είναι περισσότερο συνάρτηση των χαρακτηριστικών της προσωπικότητάς του ή συνάρτηση της ειδικής εκπαίδευσης και κατάρτισής του. Γνωρίζουμε από έρευνες ότι ο Σύμβουλος και κατ’ επέκταση η θεραπευτική σχέση που θα συνάψει με τον συμβουλευόμενο καθορίζουν κατά ένα μεγάλο μέρος την έκβαση της συμβουλευτικής διαδικασίας, άρα τα χαρακτηριστικά του επαγγελματία επηρεάζουν σημαντικά τη δουλειά του (Δημητρόπουλος, 2005).
Παράλληλα, ο Σύμβουλος είναι επαγγελματικά καταρτισμένος, γνωρίζει θεωρητικά και πρακτικά το αντικείμενό του, είναι άνθρωπος, έχει την ικανότητα της συνεχούς εξέλιξης και αναπροσαρμογής, έχει την ικανότητα και τη θέληση να βοηθά τον άνθρωπο, διαθέτει νοημοσύνη τουλάχιστον στο επίπεδο του μέσου ατόμου, είναι αυθόρμητο άτομο, είναι ευέλικτος και ευπροσάρμοστος, δείχνει ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο, αποδέχεται τις αδυναμίες του άλλου και κατανοεί τα προβλήματά του (Σταλίκας, 2012).
Επίσης, δείχνει ειλικρίνεια σχέσης και ενδιαφέροντος και ανυπόκριτη συμπεριφορά, τηρεί ουδέτερη και όχι αξιολογική στάση, αποδέχεται τον δικό του εαυτό όπως είναι, δείχνει ανεκτικότητα και κατανόηση, βλέπει τη σχέση βοήθειας ως σχέση ισότητας και ισοτιμίας, συμπεριφέρεται με φιλικότητα και ζεστασιά και αφήνει στο άτομο ελευθερία επιλογής (Mcleod, 2005).
Ο αποτελεσματικός Σύμβουλος έχει δική του ταυτότητα χωρίς όμως αυτή να επισκιάζει ή να παρεμβαίνει στο ρόλο του. Σέβεται και εκτιμά τον εαυτό του και έχει πάθος για τη ζωή, ενώ δεν ξεχνά το χιούμορ. Δείχνει ενσυναίσθητη κατανόηση των νοημάτων, των σκέψεων, των συναισθημάτων και των βιωμάτων του άλλου και του εσωτερικού του κόσμου, χωρίς όμως να χάνεται μέσα σ’ αυτόν, προσεγγίζει τις εκφρασμένες ιδέες και στάσεις από την οπτική του ατόμου, αισθάνεται πώς τις νιώθει εκείνο, μπαίνει στο δικό του πλαίσιοαναφοράς σε σχέση με το θέμα του. Κατέχει αποτελεσματικές διαπροσωπικές δεξιότητες και μπορεί να κρατήσει υγιή όρια στις σχέσεις του με τους άλλους (Σταλίκας, 2012; Μαλικιώση-Λοίζου, 2012; Δημητρόπουλος 2005; Mcleod, 2005).
Τέλος, για να μπορεί ένας Σύμβουλος να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις του επαγγελματικού του ρόλου, χρειάζεται να είναι ο ίδιος επαρκώς εκπαιδευμένος και καταρτισμένος, να έχει αφιερώσει αρκετό χρόνο για την προσωπική του εξέλιξη μέσω της δικής του ψυχοθεραπείας, να βρίσκεται σε εποπτεία, να φροντίζει τη δια βίου κατάρτισή του και να εφαρμόζει το γράμμα και το πνεύμα του Κώδικα Δεοντολογίας του επαγγέλματός του, όπως αυτός ορίζεται από την Ελληνική και την Ευρωπαϊκή Εταιρεία Συμβουλευτικής.
Βιβλιογραφία:
- Δημητρόπουλος, Ε. Γ. (2005). Συμβουλευτική και Συμβουλευτική Ψυχολογία. Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- Μαλικιώση–Λοίζου, Μ. (2012). Συμβουλευτική Ψυχολογία. Αθήνα: Πεδίο.
- Mcleod, J. (2005). Εισαγωγή στην Συμβουλευτική. Αθήνα: Μεταίχμιο.
- Σταλίκας, Αν. (2012). «Θεραπευτικές Παρεμβάσεις». Αθήνα: Τόπος