“Μια Ψυχοδυναμική οπτική της Κατάθλιψης”
Επιμέλεια Άρθρου: Αναστάσιος Λ. Χαραλαμπάκης, Ψυχολόγος
Η διάγνωση, η αξιολόγηση και η αιτιοπαθογένεια της Κατάθλιψης ως διαταραχής της διάθεσης αποτελεί ένα αξιοπρόσεχτο και μείζονος σημασίας κομμάτι διερεύνησης στο χώρο της Ψυχολογίας και της Ψυχιατρικής.
Αρχικά αποδόθηκαν πρωκτικά-ψυχαναγκαστικά στοιχεία, στην προσωπικότητα των καταθλιπτικών. Αργότερα ενισχύθηκαν τα ναρκισσιστικά-στοματικά, τα οποία σήμερα θεωρείται ότι κυριαρχούν στον χαρακτήρα των καταθλιπτικών (Παπαγεωργίου, 2003).
Έτσι, σύμφωνα με την ερμηνευτική αυτή θεώρηση του καταθλιπτικού τύπου, ο τύπος αυτός είναι εξαρτημένος από ναρκισσιστικές ανάγκες τις οποίες επιζητεί να ικανοποιήσει μέσω των άλλων, άμεσα ή έμμεσα, ώστε να διατηρήσει με αυτόν τον τρόπο την ισορ¬ροπία στην προσωπικότητα του (Μενούτης, 2001;2002;2003).
Ορισμένα από τα κύρια γνωρίσματα των ατόμων με καταθλιπτικά οργανωμένη προσωπικότητα είναι η αδιάκοπη λύπη, η έλλειψη ενεργητικότητας, η κούραση, η αδιαφορία, η ανικανότητα να αντλήσει κανείς χαρά από τις συνηθισμένες απολαύσεις της ζωής, αισθήματα αυτομομφής, η ανησυχία, το άγχος, ενώ διάφορες νευροφυτικές διαταραχές, όπως προβλήματα στη λήψη τροφής, στον ύπνο και στους βιολογικούς ρυθμούς αποτελούν τυπικά συμπτώματα κατάθλιψης (McWilliams, 2012).
Στην ψυχαναλυτική βιβλιογραφία υπάρχει ομοφωνία ότι η μελαγχολία αποτελεί ένα παθολογικό τύπο πένθους ή ότι το πένθος είναι το φυσιολογικό ανάλογο της μελαγχολίας. Σε όλους είναι γνωστό πως το πένθος είναι απάντηση σε μια απώλεια. Υπάρχουν φορές που εξαιτίας μιας απώλειας (για παράδειγμα ενός αγαπητού προσώπου) ενδέχεται να έχουμε παρόμοια συμπτώματα, συνήθως μικρότερης έντασης και διάρκειας. Πρόκειται για το γνωστό πένθος (Μενούτης, 2001;2002;2003).
Ο Freud (1917) στο κλασικό του έργο ¨Πένθος και Μελαγχολία¨ συγκρίνει και διαχωρίζει αυτές τις δυο καταστάσεις.
Στο πένθος ο έλεγχος της πραγματικότητας απαιτεί πως το αντικείμενο δεν υπάρχει πια και πρέπει να εγκαταλειφθεί. Αυτή η διαδικασία είναι δύσκολη, δεν εγκαταλείπεται εύκολα μια λιβιδινική θέση, αλλά σε φυσιολογικές καταστάσεις η libido αποσύρεται και επενδύεται αλλού, το δε αντικείμενο εγκαταλείπεται. Στη μελαγχολία, όταν συμβεί η απώλεια ενός αντικειμένου το αποτέλεσμα δεν είναι η απόσυρση της libido και η επένδυση της σε άλλο αντικείμενο, αλλά αντίθετα η ενδυνάμωση της κάθεξης του εγώ. Το αντικείμενο που χάνεται, το οποίο είχε αρχικά επιλεχθεί με ναρκισσιστικό τρόπο και προς το οποίο υπήρχαν αμφιθυμικά συναισθήματα, ενδοβάλλεται, ενσωματώνεται και παράλληλα γίνεται ταυτοποίηση με αυτό. Η διαδικασία με την οποία η ταυτοποίηση λαμβάνει χώρα είναι η εδοβολή (McWilliams, 2012).
Έτσι ο Freud (1917) ξεχώρισε τη διεργασία πένθους (φυσιολογική ή παθολογική στις περιπτώσεις άρνησης της απώλειας) από την κατάθλιψη (μελαγχολία), παρατηρώντας ότι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στις δύο καταστάσεις εντοπίζεται στο ότι στις φυσιολογικές αντιδράσεις θλίψης ενός ατόμου ο εξωτερικός κόσμος βιώνεται ως συρρικνωμένος (όταν, για παράδειγμα, το άτομο έχει χάσει ένα σημαντικό πρόσωπο), ενώ στις καταθλιπτικές καταστάσεις αυτό που βιώνεται ως χαμένο ή κατεστραμμένο είναι ένα τμήμα του εαυτού του ατόμου. Σε ορισμένα σημεία, λοιπόν, η κατάθλιψη είναι το αντίθετο του πένθους. Τα άτομα που θρηνούν με φυσιολογικό τρόπο δεν παθαίνουν κατάθλιψη, ακόμη και όταν αισθάνονται διάχυτη λύπη κατά τη χρονική περίοδο που ακολουθεί τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου ή μια άλλη απώλεια. Αντίθετα, όταν η απώλεια του αντικειμένου, με το οποίο συνδέθηκε λόγω των ναρκισσιστικών αναγκών και ελλειμμάτων του, οδηγεί στη ενδοβολή του και την ναρκισσιστική ταυτοποίηση μαζί του, έχουμε ως αποτέλεσμα να αποδιοργανώνεται το Εγώ του ίδιου του ατόμου.
Ο Abraham (1924) καθόρισε πέντε αιτιολογικούς παράγοντες την παρουσία των οποίων, όλων μαζί, θεωρεί απαραίτητη για την γένεση της μελαγχολίας.
Αυτοί είναι:
Ο ιδιοσυστασιακός υπερτονισμός του στοματικού ερωτισμού.
Μια ειδική καθήλωση της libido στο στοματικό επίπεδο.
Ο σοβαρός τραυματισμός του βρεφικού ναρκισσισμού, λόγω απογοητεύσεων σε αγάπη.
Το να συμβούν οι πρώτες σοβαρές απογοητεύσεις πριν οι οιδιποδιακές επιθυμίες ξεπεραστούν.
Η επανάληψη των πρωταρχικών απογοητεύσεων στη μετέπειτα ζωή.
Ο Rado (1928), αναφερόμενος στις αντιλήψεις του Abraham για ιδιοσυστασιακή επίταση του στοματικού ερωτισμού που οδηγεί σε υπερβολικές ματαιώσεις, τις διατυπώνει με πιο ψυχολογικό τρόπο και μιλά για έντονη και δυνατή λαχτάρα για ναρκισσιστική ικανοποίηση, για τρομακτική ναρκισσιστική αδιαλλαξία του μελαγχολικού και τις ανάγκες του για εξωτερικά ναρκισσιστικά εφόδια.
Οι απόψεις των Freud και Abraham χρωμάτισαν αυτό που σήμερα θεωρούμε ¨κλασσικές αντιλήψεις¨ της ψυχανάλυσης όσον αφορά την μελαγχολία. Μοιάζει να θεωρούν την καταθλιπτική διαδικασία σαν έναν επανορθωτικό μηχανισμό σχεδιασμένο με σκοπό να ξεπεραστεί η απώλεια του αντικειμένου με στοματικούς μηχανισμούς επανάκτησης.
Συνεπώς, θα λέγαμε ότι τόσο ο Freud όσο και ο Abraham, ενοχοποιούν σαν αιτιοπαθογενετική εμπειρία στη δημιουργία της καταθλιπτικής προδιάθεσης, τον αποχωρισμό από κάποιο έντονα συναισθηματικά επενδεδυμένο αντικείμενο (στην προκειμένη περίπτωση το πρωτοπαθές αντικείμενο αγάπης-μητέρα). Εάν δεν γίνει δυνατός ο αποχωρισμός της επενδεδυμένης συναισθηματικής ενέργειας (LIBIDO) από το αντικείμενο αυτό, μέσα από μια υγιή διαδικασία, τότε το γεγονός της απώλειας του αντικειμένου αποδυναμώνεται με την ενδοβολή του. Έτσι, η συναισθηματική ενέργεια του αντικειμένου προσανατολίζεται προς το ΕΓΩ του ατόμου. Η συναισθηματική αμφιθυμία απέναντι στα «αγαπημένα» και «μισητά» χαρακτηριστικά και ιδιότητες του αντικειμένου θα δημιουργήσει στο άτομο μια ενδοψυχική σύγκρουση που εκφράζεται με τη μελαγχολία. Έτσι, σύμφωνα με τον Freud, οι αυτομομφές, οι ενοχές και η αυτοϋποτίμηση που χαρακτηρίζει τον ψυχισμό των καταθλιπτικών θα πρέπει να εννοηθούν ότι ουσιαστικά απευθύνονται στο «απολεσθέν» αντικείμενο συναισθηματικής επένδυσης.
Ο Abraham θεωρεί σαν πυρήνα του αιτιοπαθογενετικού μηχανισμού της κατάθλιψης τις εμπειρίες «απώλειας» του πρωτοπαθούς αντικειμένου αγάπης κατά την πρώιμη στοματική φάση. Εμπειρίες συναισθηματικών «απωλειών» στην ενήλικη ζωή θα «πυροδοτήσουν» το πρωτοπαθές απωθημένο βίωμα, η συναισθηματική φόρτιση του οποίου θα προκαλέσει τη μελαγχολική συμπτωματολογία.
Μια πιο διευρυμένη, θα λέγαμε, άποψη σε σχέση με αυτή του Abraham είναι αυτή που θεωρεί σαν πέρασμα του αιτιοπαθογενετικού μηχανισμού τις εμπειρίες στέρησης της τροφής που βιώνει το βρέφος κατά το στοματικό-ναρκισσιστικό στάδιο (Rado. S. 1928). Έτσι, η κατάθλιψη θα πρέπει να γίνει κατανοητή σαν μία έκκληση για αγάπη και φροντίδα. Σ’ αυτήν την περίπτωση και η αξιολόγηση του εαυτού του μελαγχολικού από τον ίδιο, θα είναι μειωτική, λόγω της εξάρτησης του από το περιβάλλον. Θα έχουμε δηλαδή και ένα μειωμένο συναίσθημα αυτοσεβασμού.
Η αιτιοπαθογένεια της Κατάθλιψης φανερώνεται σε έναν από τους βασικούς φόβους των ατόμων με καταθλιπτική προσωπικότητα που είναι η απώλεια (αποχωρισμός, απόσταση, μοναξιά, εγκατάλειψη). Ως εκ τούτου για να μη χάσουν τον άλλο δημιουργούν εξαρτητικές σχέσεις, γίνονται δοτικοί, υποχωρητικοί και εξυπηρετικοί. Γεγονός που αναδεικνύει ότι οι καθηλώσεις στη στοματική φάση της libido οδηγούν σε εξάρτηση από ένα αμφιθυμικά επενδεδυμένο αντικείμενο, αναχαιτίζοντας την φυσιολογική εξέλιξη προς τον σχηματισμό αντικειμενοτρόπων σχέσεων, με αποτέλεσμα την ναρκισσιστική επιλογή του αντικειμένου στην ενήλικη ζωή (McWilliams, 2012).
Συνεπώς θέλουν να αγαπούν και να αγαπιούνται. Και για να μη δυσαρεστήσουν, κατευθύνουν το μεγαλύτερο μέρος των αρνητικών τους συναισθημάτων μακριά από τους άλλους, προς τον εαυτό τους, με αποτέλεσμα να μισούν τον εαυτό τους με τρόπο που δεν αναλογεί προς τις πραγματικές τους αδυναμίες. Παράλληλα, επιδεικνύουν γενναιοδωρία, ευαισθησία και συμπόνια χωρίς όρια. Με τον τρόπο αυτό εμπνέουν συμπάθεια και θαυμασμό (McWilliams, 2012).
Η στενή σχέση και η εξάρτηση τούς προσφέρει ασφάλεια, ενώ η αυτονομία προκαλεί φόβο και ανασφάλεια. Εύκολα παραιτούνται από επιθυμίες και επιδιώξεις και από κάθε τι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανεξαρτησία, απόσταση από τον άλλο και κατ’ επέκταση στον φόβο απώλειας. Στην κατάσταση της κατάθλιψης το Εγώ κυριαρχείται από δυο χαρακτηριστικά. Την μαζοχιστική μείωση της υποκειμενικής του αξίας, σε συνάρτηση με ένα συναίσθημα υπαρξιακής ενοχής και την αναστολή κάθε επιθετικής ή λιβιδινικής ενέργειας, η οποία ακινητοποιεί τόσο την αίσθηση όσο και τη δράση. Για τους ίδιους λόγους αποφεύγουν να εκφράζουν την επιθετικότητά τους άμεσα. Έμμεσα και χωρίς να το συνειδητοποιούν εκδηλώνουν τον θυμό τους με τη γνωστή γκρίνια και το παράπονο (Μενούτης, 2001;2002;2003).
Διακατέχονται από μια μόνιμη αίσθηση «ατυχίας», καθώς και οι ίδιοι πολλές φορές δεν ξέρουν τι θέλουν με αποτέλεσμα συχνά να νιώθουν απογοητευμένοι. Τα καταθλιπτικά άτομα εύκολα αισθάνονται ένοχα. Διακατέχονται από μια αγωνιώδη επίγνωση για κάθε αμάρτημα που έχουν διαπράξει, κάθε καλοσύνη που έχουν παραλείψει να εκδηλώσουν στους άλλους και κάθε εγωιστική διάθεση που πέρασε από τη σκέψη τους. Η κακία και η αδικία τούς στενοχωρεί (McWilliams, 2012).
Βιβλιογραφία
• Abraham, K. (1911) Notes on the psycho-analytic investigation and treatment of manic-depressive insanity and allied conditions. In Selected papers on Psychoanalysis. London: Hogarth Press 1927
• Abraham, K (1924): A short study of the development of the libido. In: Selected Papers on Psychoanalysis. (Ed. Ernest Jones).London: Hogarth press
• Freud, S (1917) Mourning and Melancholia.S.E.14:243-258.
• McWilliams, N. (2012). Ψυχαναλυτική Διάγνωση (Επιμ. Σ. Τριλίβα, Τ. Αναγνωστοπούλου). Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Ψυχολογίας και Υγείας.
• Μενούτης, Β. (2001-03). Ψυχαναλυτική Ψυχοπαθολογία. Αθήνα: Ελληνική Εταιρεία Ομαδικής Ανάλυσης και Ψυχοθεραπείας.
• Παπαγεωργίου, Ε. Γ. (2003). Ψυχολογία Ασθενών. Αθήνα: Παρισιάνου Α.Ε.
• Rado, S. (1928) the problem of melancholia.Int.J.Psychoanal.9:420-438