Επιμέλεια άρθρου: Χαραλαμπάκης Λ. Αναστάσιος, Ψυχολόγος
“Μια Ψυχολογική Προσέγγιση της Σχέσης Τροφού-Βρέφους”
Στα πλαίσια της βιο–κοινωνικο-συμπεριφορικής μεταστροφής που εμφανίζεται στην ηλικία των 7 έως 9 μηνών, παρατηρείται μια νέα συναισθηματική αντίδραση του βρέφους προς το άτομο που το φροντίζει. Αυτή η συναισθηματική σχέση τροφού και βρέφους ονομάζεται «Δεσμός». Το παιδί, ήδη από τον 7ο μήνα της ζωής του, αναπτύσσει έναν ισχυρό συναισθηματικό δεσμό με τη μητέρα του. Το φαινόμενο αυτό λέγεται προσκόλληση του παιδιού στο μητρικό πρόσωπο. Απόρροια της προσκόλλησης αυτής είναι ότι το παιδί νιώθει το λεγόμενο άγχος του αποχωρισμού: φοβάται και ανησυχεί μήπως η μητέρα του το εγκαταλείψει και φύγει. Το άγχος αυτό κορυφώνεται μεταξύ του 13ου και του 18ου μήνα και ύστερα υποχωρεί σταδιακά. Η συμβολή της κινητικής ανάπτυξης του βρέφους αποτελεί βασικό παράγοντα αυτής της μεταστροφής.
Ο Trevarthen (1980), κατηγοριοποιεί αυτό το συναισθηματικό «Δεσμό» σε πρωτογενή και δευτερογενή διυποκειμενικότητα, όπου στην πρωτογενή έχουμε την κατά πρόσωπο συναισθηματική ανταλλαγή και στη δευτερογενή τη συναισθηματική ανταλλαγή τροφού-βρέφους που αφορά σε αντικείμενα και άλλα πρόσωπα. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι οι επικοινωνιακές δεξιότητες του βρέφους, καθώς ωριμάζει το οδηγούν στη λεγόμενη συναισθηματική αναφορά, όπου οι αντιδράσεις του σ’ ασυνήθιστα συμβάντα προσδιορίζονται από τις συναισθηματικές αντιδράσεις της τροφού (Νόβα-Καλτσούνη, 2008, ColeandCole, 2000).
Σύμφωνα με τον Trevarthen (1997), όλες αυτές οι συναλλαγές διυποκειμενικοτήτων θέτουν τα θεμέλια για την κοινή εκτίμηση της πραγματικότητας και για την επικοινωνία μέσω των συμβόλων της γλώσσας. Όλες οι χειρονομίες ή οι εκφράσεις διυποκειμενικότητας ενός βρέφους μεταξύ 7 έως 9 μηνών, είναι ουσιαστικοί τρόποι να υπάρχει ή να κάνει κάτι για τον εαυτό του ή τον άλλον και συνδέονται άρρηκτα με το παρόν (Trevarthen, 1997).
Μέρος Πρώτο
1. Η ανάπτυξη Σχέσεων μεταξύ Τροφού και Βρέφους
Τα παιδιά όσο αρχίζουν να κινούνται ανεξάρτητα τόσο αρχίζουν να εξερευνούν τον περιβάλλοντα χώρο. Αυτή η εξερευνητική διαδικασία τα τροφοδοτεί με την ικανοποίηση της ανακάλυψης, αλλά ταυτόχρονα και τα φοβίζει. Η ισορροπία μεταξύ της εξερεύνησης και της αισθήματος ασφάλειας βρίσκεται στην ανάπτυξη του συναισθηματικού δεσμού, που συντελεί μ’ αυτόν τον τρόπο στην ομαλή εξελικτική διαδικασία.
1.1. Ερμηνείες για τη Δημιουργία του Δεσμού
Σύμφωνα με τη Φροϋδική θεωρία οι πρώτες αλληλεπιδράσεις βρέφους και τροφού αποτελούν θεμέλιο λίθο στη δόμηση της προσωπικότητας του ατόμου και της κοινωνικής του ανάπτυξης. Με κεντρικό άξονα τις βιολογικές ενορμήσεις του ατόμου, χαρακτηρίζει τον συναισθηματικό δεσμό του βρέφους προς τον τροφό, ως το αποτέλεσμα της ικανοποίησης της πείνας του μέσω της ικανοποίησης της ψυχοσεξουαλικής ζώνης του στόματος απ’ όπου αντλεί την ηδονή (Πανοπούλο- Μαράτου, 1987).
Σύμφωνα με την ψυχοκοινωνική ερμηνεία του ErikErikson, υπάρχουν οκτώ αναπτυξιακά στάδια, που το καθένα ενέχει μια σύγκρουση, την οποία το άτομο πρέπει να λύσει. Η λύση κάθε σύγκρουσης ανά στάδιο συντελεί σε νέες δεξιότητες και ικανότητες, οι οποίες αυξάνονται από τις κοινωνικές απαιτήσεις, δημιουργώντας νέες συγκρούσεις. Σύμφωνα με τη θεωρία του το άγχος του αποχωρισμού των βρεφών από την τροφό του συνδέεται με την ανάγκη του βρέφους να αναπτύξει ισορροπία μεταξύ εμπιστοσύνης και δυσπιστίας. Τα παιδιά συνδέονται με τους ανθρώπους που καλύπτουν τις ανάγκες τους και τους παρέχουν αίσθημα εμπιστοσύνης (τέλος 1ου έτους). Με τη λύση αυτής της σύγκρουσης το βρέφος αποκτά εμπιστοσύνη προς τα άτομα που το φροντίζουν και τότε η ανάγκη του για αυτονομία αυξάνεται (Νόβα-Καλτσούνη, 2008, ColeandCole, 2000).
Σύμφωνα με τον Harlow και τους συνεργάτες του, ο συναισθηματικός δεσμός έχει ως βασικό παράγοντα ανάπτυξης τη σωματική επαφή περισσότερο και από την κάλυψη της ανάγκης του βρέφους για τροφές. Να σημειωθεί ότι οι έρευνες τους έγιναν σε πιθήκους (Νόβα-Καλτσούνη, 2008, ColeandCole, 2000).
Ο Bowlby παρουσίασε ένα μοντέλο που περιέγραφε το πως δημιουργείται και τι σκοπό εξυπηρετεί ο σύνδεσμος μεταξύ μητέρας και βρέφους. Πρότεινε ότι, με δεδομένη τη μακρά περίοδο εξάρτησης του βρέφους από τη μητέρα, εξελίχθηκε ένα σύστημα συμπεριφορών προσκόλλησης που οδηγεί τα βρέφη να ελέγχουν το αν το πρόσωπο προσκόλλησης είναι διαθέσιμο και ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους. Ο τελικός στόχος του συστήματος αυτού είναι η επιβίωση του βρέφους και η επίτευξη ενός αισθήματος ασφάλειας (Bretherton, 1997). Ουσιαστικά, μητέρα και βρέφος εξελίσσουν μια συντονισμένη σχέση όπου η μητέρα αναγνωρίζει τα σήματα φόβου και στεναχώριας του βρέφους και συνακολούθως παρέχει φροντίδα και προστασία, καθώς και μια ασφαλή βάση απ’ όπου το βρέφος μπορεί να εξερευνήσει το περιβάλλον (Bretherton, 1997).
Σύμφωνα με τον Bowlby αυτές οι αρχικές εμπειρίες αναφορικά με την παροχή φροντίδας οργανώνονται από τα βρέφη σε αυτό που ονόμασε εσωτερικά μοντέλα εργασίας. Η έννοια των εσωτερικών μοντέλων εργασίας αποτελεί κεντρικό σημείο της θεωρίας του Bowlby και αναφέρεται σε δύο διακριτές, αλλά αλληλοεξαρτώμενες, δομές: το μοντέλο του εαυτού και το μοντέλο των άλλων. Το μοντέλο του εαυτού περιλαμβάνει πεποιθήσεις για το αν το βρέφος είναι άξιο να λάβει αγάπη και φροντίδα, ενώ το μοντέλο των άλλων περιλαμβάνει πεποιθήσεις και προσδοκίες για το αν το πρόσωπο προσκόλλησης είναι συναισθηματικά διαθέσιμο και ανταποκρίνεται στις ανάγκες του βρέφους.Στη συνέχεια της ζωής, αυτά τα μοντέλα εργασίας, οι συνειδητές ή ασυνείδητες αυτές αναπαραστάσεις, μεταφέρονται σε μετέπειτα σχέσεις, όπου καθοδηγούν τις πεποιθήσεις, αντιλήψεις και συμπεριφορές του ατόμου, καθώς και το πως βιώνει, εκφράζει και αντιμετωπίζει τα συναισθήματά του (Bretherton, 1997).
1.2. Τα Είδη Δεσμού και οι Διαφορές στον Τύπο Προσκόλλησης
Σημαντική συνεισφορά στη θεωρία του Bowlby αποτέλεσαν οι έρευνες των Ainsworth και συν. (1978) για τις ατομικές διαφορές στην προσκόλληση βρέφους-μητέρας. Οι ερευνητές αυτοί μελέτησαν το πως διέφεραν τα βρέφη στο χειρισμό του άγχους που προκλήθηκε από το να τα αφήνουν μόνα τους οι μητέρες τους σε ένα εργαστήριο με πολλά καινούργια παιχνίδια (Strange Situation). Με τη μελέτη των αλληλεπιδράσεων βρεφών και μητέρων, διακρίθηκαν τρία ξεχωριστά πρότυπα προσκόλλησης. Η ασφαλής προσκόλληση χαρακτήριζε τα βρέφη που έδειχναν ένα φυσιολογικό βαθμό δυσφορίας στην απουσία της μητέρας, ενώ εξέφραζαν ανακούφιση με την επιστροφή της και η μητέρα γρήγορα τα καθησύχαζε. Η αγχώδης/αποφεύγουσα προσκόλληση χαρακτήριζε τα βρέφη που δεν φάνηκαν να ενοχλούνται από την απουσία της μητέρας και όταν εκείνη επέστρεφε, φέρονταν αποστασιοποιημένα, αν όχι αδιάφορα. Δεν αποζητούσαν σωματική εγγύτητα ή καθησυχασμό και φάνηκαν σα να βασίζονται πρόωρα στον εαυτό τους. Τέλος, η αγχώδης/αμφιθυμική προσκόλληση χαρακτήριζε τα βρέφη που διαμαρτύρονταν και έκλαιγαν όταν η μητέρα τους αποχωρούσε, καθώς και για το χρονικό διάστημα που έλειπε. Αναγνώριζαν την επιστροφή της μητέρας και επιθυμούσαν να τα κρατήσει, αλλά συνέχιζαν να δείχνουν θυμό και στεναχώρια όταν προσπαθούσε να τα ηρεμήσει (Ainsworth, 1992).
Αυτές οι ατομικές διαφορές στα πρότυπα προσκόλλησης θεωρείται ότι αντιπροσωπεύουν διαφορές στην οργάνωση του συστήματος προσκόλλησης, κεντρικό σημείο του οποίου αποτελεί η αντίληψη του παιδιού για το αν το πρόσωπο προσκόλλησης θα είναι διαθέσιμο και θα ανταποκριθεί όταν θα το χρειαστεί (Ainsworth, 1992). Με άλλα λόγια, το βρέφος με ασφαλή προσκόλληση θεωρεί τη μητέρα ως ένα πρόσωπο διαθέσιμο και ανταποκρινόμενο στις ανάγκες του, μια πηγή ασφάλειας και δύναμης για το παιδί. Το βρέφος με αγχώδη/αμφιθυμική προσκόλληση θεωρεί τη μητέρα ως ένα πρόσωπο που παρέχει μεν φροντίδα, αλλά όχι τακτικά. Τέλος, το βρέφος με αγχώδη/αποφέυγουσα προσκόλληση βλέπει τη μητέρα ως ένα πρόσωπο στο οποίο δεν μπορεί να βασιστεί για φροντίδα.
Αυτές οι διαφορές θεωρείται ότι προέρχονται από τον τρόπο που ασκούν οι γονείς τη φροντίδα του βρέφους, με την αμφιθυμική προσκόλληση να προέρχεται από την έλλειψη σταθερότητας και την αποφεύγουσα προσκόλληση να προέρχεται από την μη διαθεσιμότητα του γονέα (Ainsworth, 1992).
Επίσης, βασικό ρόλο στον τύπου προσκόλλησης αποτελεί η ιδιοσυγκρασία και τα χαρακτηριστικά του βρέφους. Η τροφός, για παράδειγμα, που προσπαθεί να «συν-λειτουργήσει» με ένα μη ανταποκρινόμενο ή φοβισμένο βρέφος, δυσκολεύεται να δημιουργήσει συγχρονισμένη συναισθηματική συναλλαγή μαζί του. Άλλος παράγοντας είναι το πολιτισμικό πλαίσιο στο όποιο αναπτύσσεται η σχέση τροφού-βρέφους. Οι παραδόσεις της αποκλειστικής μητρικής φροντίδας και της ανατροφής των παιδιών μπορεί να καταλήξουν σε εκδηλώσεις άγχους μέσα στη συνθήκη του ξένου (Νόβα-Καλτσούνη, 2008, ColeandCole, 2000).
Μέρος Δεύτερο
2. Η Σημασία του Δεσμού στην Συναισθηματική και Κοινωνική Ανάπτυξη του Βρέφους
Όπως ήδη αναφέρθηκε όλοι οι μελετητές ανεξάρτητα από τη θεωρητική τους προσέγγιση επισημαίνουν τη βαρύτητα που έχουν οι πρώτες εμπειρίες της ζωής του ατόμου στην μετέπειτα ανάπτυξη και δόμηση της προσωπικότητάς του.Ο ρόλος της τροφού κατά την πρώτη φάση της ανάπτυξης του βρέφους στη δυαδική σχέση μητέρας – παιδιού, αλλά και ως παράγοντος ωριμάνσεως στην όλη ψυχοσωματική ανάπτυξη του ατόμου είναι αναμφισβήτητος. Η μητέρα για το βρέφος αποτελεί την αρχαϊκότερη μορφή ταύτισης, το αρχέτυπο πάνω στο οποίο δύναται να δομηθούν και οι μετέπειτα σχέσεις (Πανοπούλο- Μαράτου, 1987).
O Bowlby θεωρούσε ότι η φύση και η μορφή της πρώτης σχέσης γίνεται μοντέλο για μετέπειτα σχέσεις, προκαλώντας προσδοκίες και πεποιθήσεις για το αν το ίδιο το άτομο είναι άξιο αγάπης και για το αν μπορεί να βασιστεί πάνω στα σημαντικά πρόσωπα στη ζωή του για να του παράσχουν αγάπη και στήριξη. Με άλλα λόγια, κατά τη διαδικασία της κοινωνικής του εξέλιξης, το άτομο κατασκευάζει εσωτερικά μοντέλα εργασίας για τον εαυτό του και για τα τυπικά πρότυπα αλληλεπίδρασής του με σημαντικούς άλλους. Τα μοντέλα αυτά οργανώνουν την εξέλιξη της προσωπικότητας, κατευθύνουν την κοινωνική συμπεριφορά και αποτελούν βάση για τη διαμόρφωση προσδοκιών, αντιλήψεων και συμπεριφορών, καθώς και τη βίωση συναισθημάτων σε υπάρχουσες αλλά και νέες σχέσεις (Bretherton, 1997).
2.1. Ευνοϊκές Συνθήκες Βρεφικής Ανάπτυξης
Η ευνοϊκότερες συνθήκες βρεφικής ανάπτυξης δεν αποτελούν ένα οικουμενικό πρόγραμμα, καθώς βασικό παράγοντα στη διαμόρφωση των συνθηκών αυτών παίζει το πολιτισμικό πλαίσιο και η κουλτούρα στην οποία μεγαλώνει το κάθε παιδί, αλλά και οι ποικίλες γονεϊκές πεποιθήσεις που απαντώνται μέσα στην ίδια κοινότητα αναφορικά με το μεγάλωμά του (Νόβα-Καλτσούνη, 2008, ColeandCole, 2000).
Υπάρχουν γονείς που ανταποκρίνονται με υπερβολή στις επιθυμίες των παιδιών τους, θεωρώντας ότι τα προστατεύουν από δύσκολες καταστάσεις, και άλλοι που είναι «μετρημένοι» στη συναισθηματικοί τους ανταπόκριση με το σκεπτικό ότι τα κακομαθαίνουν. Ωστόσο, η έρευνα δεν επιβεβαιώνει την πεποίθηση ότι η ανταπόκριση στο κλάμα, θα συμβάλει σε ανεδαφικές προσδοκίες και μελλοντική αντικοινωνική συμπεριφορά (Νόβα-Καλτσούνη, 2008, ColeandCole, 2000).
Αντιθέτως, η όποια απορριπτική στάση των τροφών προς το βρέφος, αποτελεί ένα είδος ψυχολογικού αποχωρισμού, με δυσάρεστες συνέπειες στην ψυχοκοινωνική και συναισθηματική του ανάπτυξη. Η έλλειψη προσοχής έχει ερευνητικά αποδειχτεί ότι μπορεί να οδηγήσει το παιδί στην ανάπτυξη ενός συναισθήματος ανεπάρκειας, εφόσον δεν αναγνωρίζει ικανό τον εαυτό του να επηρεάσει αυτό που του συμβαίνει και να δράσει καταλυτικά στον περιβάλλοντα χώρο. Έτσι, μεγαλώνοντας δεν δύναται να πάρει πρωτοβουλίες και να δράσει ενεργητικά.. Ενώ, όταν οι γονείς συμβάλλουν θετικά στις προσπάθειες του παιδιού να ελέγχει το περιβάλλον, του δημιουργούν ένα αίσθημα προσωπικής αποτελεσματικότητας, συμβάλλοντας στο ενδογενές, κατά τον RobertWhite (1959), κίνητρο να είναι κανείς επαρκής (Νόβα-Καλτσούνη, 2008,ColeandCole, 2000).
2.2. Οι Επιδράσεις του Αποχωρισμού
Ο αποχωρισμός των γονέων αναστατώνει τα βρέφη, τους δημιουργεί άγχος, φόβο και ενίοτε θυμό, συναισθήματα που εμφανίζονται περίπου στον 6ο μήνα της ανάπτυξης. Εν τούτοις, η διάρκεια, το είδος και οι συνθήκες του αποχωρισμού διαμορφώνουν την μετέπειτα συμπεριφορά του παιδιού.
Έχει διαπιστωθεί πως οι αποχωρισμοί έχουν αρνητικές συνέπειες στη ψυχοσύνθεση του βρέφους, όταν βιώνονται για μεγάλα και επαναλαμβανόμενα χρονικά διαστήματα, και όχι όταν αποτελούν σύντομες καθημερινές πρακτικές. Ο προσωρινός αποχωρισμός του βρέφους σε παιδικό σταθμό, είναι συνήθως ήπιας μορφής. Άλλοι μελετητές πάλι, επισημαίνουν ότι ανεξάρτητα από την ποιότητα της έξω-γονεϊκής φροντίδας, η παρατεταμένη παραμονή σε παιδικό σταθμό πριν το πρώτο έτος, έχει μακροχρόνια αρνητικά αποτελέσματα (Νόβα-Καλτσούνη, 2008, ColeandCole, 2000).
Ο Bowlby υποστηρίζει ότι, αν ο αποχωρισμός είναι παρατεταμένος – αν διαρκέσει πάνω από 6 μήνες – και συμπέσει με την εποχή που αρχίζει το παιδί να αλληλεπιδρά με τα πρόσωπα γύρω του και να κοινωνικοποιείται, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος το παιδί να μείνει στη φάση της «αποκόλλησης» μόνιμα. Αυτό συμβαίνει κυρίως, όταν το σοκ δεν απαλυνθεί με πολλή στοργή από κάποιον στον οποίον το παιδί θα μπορούσε να βασιστεί. Ο Bowlby ερμηνεύει μια τέτοιου είδους αλληλουχία γεγονότων ως κάτι παρόμοιο με αυτό που συμβαίνει με το βαρύ πένθος στους ενηλίκους. Επειδή όμως το παιδί δεν μπορεί να καταλάβει τι συμβαίνει, δεν κατορθώνει να ξεπεράσει την εμπειρία της «αποστέρησης» και παραμένει «καθηλωμένο» σε αυτήν. Έχει παρατηρηθεί ότι πολλά τέτοια παιδιά παραμένουν, μονίμως πλέον, κοινωνικώς αδιάφορα και συναισθηματικώς ψυχρά (Bretherton, 1997).
Αποδεδειγμένο, επίσης, είναι ότι η παρατεταμένη παραμονή ενός παιδιού σε νοσοκομείο, συμβάλει σε μελλοντικές συναισθηματικές και συμπεριφορικές διαταραχές, με έναρξη τα 10 περίπου έτη. Η διαφοροδιάγνωση όμως περιπλέκεται, καθώς κανείς δε πιστοποιεί με ακρίβεια αν είναι θέμα παρελθουσών εμπειριών ή άλλων παραγόντων(Νόβα-Καλτσούνη, 2008, ColeandCole, 2000).
Έρευνες έχουν επιβεβαιώσει την αρνητική επίδραση του αποχωρισμού από την παρατεταμένη παραμονή παιδιών σε ορφανοτροφεία με ανεπαρκές προσωπικό και περιορισμένες εμπειρίες, συμβάλλοντας στην καθυστέρηση της νοητικής και κοινωνικής τους ανάπτυξης. Το ενδεχόμενο ν’ ανακάμψουν αυτά τα παιδιά σχετίζεται με την συναισθηματική ποιότητα του περιβάλλοντος που θα τα υιοθετήσει και την ηλικία που θα μετακινηθούν σ’ αυτό το χώρο, χωρίς να διασφαλίζεται η πλήρης αποκατάσταση συναισθηματικών και συμπεριφορικών δυσλειτουργιών, ακόμη κι αν επιστρέψουν στους φυσικούς τους γονείς, αν και συχνότερα παρατηρείται βελτίωση από θετούς γονείς(Νόβα-Καλτσούνη, 2008, ColeandCole, 2000).
Χαρακτηριστικό, ωστόσο, είναι ότι τα παιδιά αυτά ανεξάρτητα από το μετέπειτα περιβάλλον, που τα «φιλοξένησε», δεν δημιούργησαν φιλικούς δεσμούς και κοινωνικές σχέσεις με συνομηλίκους. Γεγονός που επιβεβαιώνει την σημαντικότητα της ανάπτυξης συναισθηματικού δεσμού βρέφους-τροφού (Νόβα-Καλτσούνη, 2008, ColeandCole, 2000).
Δεδομένα προσωπικών ιστοριών ατόμων που απομονώθηκαν κατά την ανάπτυξή τους, αναφέρουν πως οδηγήθηκαν σε σοβαρή νοητική και κοινωνική καθυστέρηση. Η ανάκαμψή τους σε χώρο υποστηριχτικό και θεραπευτικό, κατά την σχολική ηλικία (6-7 ετών), δεν αποκλείεται. Αυτό το επιβεβαιώνουν και μελέτες με πιθήκους σε πρώιμη απομόνωση που έδειξαν πως όταν το περιβάλλον είναι επαρκώς θεραπευτικό, μπορεί να υπάρξουν θετικά αποτελέσματα. Ενώ η παρατεταμένη παραμονή σε απομόνωση μέχρι την εφηβεία, δεν αφήνει ελάχιστα περιθώρια ανάκαμψης, από αδυναμία δημιουργίας του κατάλληλου περιβάλλοντος γι’ αυτά τα παιδιά (Νόβα-Καλτσούνη, 2008, ColeandCole, 2000).
Συμπεράσματα
Η συναισθηματική επαφή του βρέφους και του τροφού αποτελεί ένα βασικό και καταλυτικό στοιχείο της ανάπτυξης. Ένας «υγιής» συναισθηματικός δεσμός διασφαλίζει την μετέπειτα εύρυθμη συναισθηματική και κοινωνική εξέλιξη του βρέφους .
Το σύστημα προσκόλλησης είναι ένα επανατροφοδοτούμενο σύστημα που έχει ως στόχο να προστατεύσει το βρέφος από κινδύνους με την διασφάλιση της απόστασης από τον γονέα/τροφό. Η λειτουργία του συστήματος είναι η επίτευξη της αίσθησης ασφάλειας, η οποία είναι και το αναμενόμενο αποτέλεσμα του συστήματος δεσμού Συμπεριφορές προσκόλλησης που οδηγούν στο επιθυμητό «αναμενόμενο αποτέλεσμα» (δηλ. την ασφάλεια) συνδέονται με την μείωση των αρνητικών συναισθημάτων άγχους και φόβου ενώ συμπεριφορές που δεν ανταποκρίνονται στην διατήρηση της απόστασης και της αίσθησης ασφάλειας (π.χ. απόμακρος γονέας/τροφός, έλλειψη φροντίδας κλπ.) συνδέονται με υψηλά επίπεδα άγχους και στρατηγικές ρύθμισης του συναισθήματος για την καταπολέμηση των αρνητικών συναισθημάτων (Bretherton, 1997).
Βιβλιογραφία
- Ainsworth, M. D. S. (1992). Μεταβλητές που Επηρεάζουν την Ανάπτυξη της Προσκόλλησης. Στο: Στ. Βοσνιάδου (επιμ), «Κείμενα Εξελικτικής Ψυχολογίας – Κοινωνική Ανάπτυξη» (σελ: 27-45). Αθήνα: Gutenberg.
- Bretherton, I. (1997). Η Καταγωγή της Θεωρίας της Προσκόλλησης: JohnBowlbyandMaryAinsworth. Στο Ι. Κουγιουμουτζάκης (επιμ), ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. Παρελθόν, Παρόν και Μέλλον (σελ: 443-489). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
- Cole, M, and, Cole, S. R. (2002). Η ανάπτυξη των παιδιών. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ. ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ. ΤΟΚΕΤΟΣ. ΒΡΕΦΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ (Τόμος Α), σε επιμέλεια Παπαληγούρα, Ζ, και, Βόρρια, Π. Αθήνα: Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός.
- Μαράτου – Πανοπούλου, Ο. (1987). Η Ψυχοσυναισθηματική Ανάπτυξη στη Βρεφική και Νηπιακή Ηλικία. Στο Τσιάντης, Γ., και, Μανωλόπουλος, Σ. (επιμ.), ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΙΔΟΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ (Τόμος Α). Αθήνα: Καστανιώτης.
- Νόβα-Καλτσούνη, Χρ. (2008). Εξέλιξη του Παιδιού στο Κοινωνικό Περιβάλλον (Εγχειρίδιο Μελέτης). Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Παν/μιο.
- Trevarthen, C. (1997). Πώς και γιατί επικοινωνούν τα βρέφη. Στο Ι. Κουγιουμουτζάκης (επιμ.), Πρόοδος την Αναπτυξιακή Ψυχολογία των Πρώτων Χρόνων (σελ: 13-32). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.