Επιμέλεια Άρθρου:
Αναστάσιος Λ. Χαραλαμπάκης
Ψυχολόγος
- 1.Διαταραχές της Προσωπικότητας
Σύμφωνα με τον Μάνο (2008) ονομάζουμε προσωπικότητα το διακριτό όλο, που αποτελείται από σχετικά μόνιμες τάσεις και σχήματα συμπεριφοράς ενός ατόμου.
Και όπως υποστηρίζει, ελάχιστα από αυτά τα σχήματα έχουν ήδη αναπτυχθεί στη γέννηση, ενώ τα περισσότερα αναπτύσσονται προοδευτικά ως αποτέλεσμα της βιοψυχοκοινωνικής ωρίμανσης, που ακολουθεί στάδια ή φάσεις. Σαν στοιχεία ή χαρακτηριστικά της προσωπικότητας (Μάνος, 2008) ορίζει ανθεκτικούς και διαρκείς τύπους ή τρόπους αντίληψης, σχέσης και σκέψης για το περιβάλλον και τον εαυτό που επιδεικνύονται σε ένα ευρύ φάσμα σημαντικών κοινωνικών και προσωπικών καταστάσεων.
Οι διαταραχές προσωπικότητας είναι μια ανομοιογενής ομάδα διαταραχών, οι οποίες κωδικοποιούνται στον Άξονα ΙΙ του DSM, και θεωρούνται ως μακροχρόνια, διάχυτα και μη ευέλικτα μοτίβα συμπεριφοράς και εσωτερικής εμπειρίας, τα οποία αποκλίνουν από τις προσδοκίες του δεδομένου πολιτισμού και οδηγούν σε μειωμένη κοινωνική και επαγγελματική λειτουργικότητα. Σε μερικές περιπτώσεις το άτομο αισθάνεται ψυχολογική δυσφορία (Συκελιανού, 2010).
Καταρχάς αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν κάποια σημαντικά προβλήματα με τη διάγνωση της διαταραχής προσωπικότητας. Πρώτον, η αξιοπιστία της διάγνωσης από διαφορετικούς κλινικούς είναι σχετικά χαμηλή, αν και έχει αυξηθεί σημαντικά με την έκδοση του DSM-IV. Δεύτερον, η αξιοπιστία ανάμεσα σε διαγνώσεις σε διαφορετικούς χρόνους για κάποιους τύπους Δ.Π. είναι πολύ χαμηλή (Συκελιανού, 2010).
Οι Διαταραχές της Προσωπικότητας ταξινομούνται σε τρεις επιμέρους ομάδες, η κάθε μια από τις οποίες περιλαμβάνει έναν αριθμό διαταραχών με κοινά χαρακτηριστικά, ιδιότητες, γνωρίσματα και συμπτώματα.
Η μεταιχμιακή ή οριακή διαταραχή της προσωπικότητας ανήκει στην δεύτερη ομάδα και αφορά σε άτομα με ένα εύρος συμπτωμάτων, τα οποία συγκλίνουν στο ότι τείνουν να συμπεριφέρονται με τρόπο ασταθή, απρόβλεπτο, αλλοπρόσαλλο και απαιτητικό, που αποζητά και διεκδικεί την προσοχή.Βασικό χαρακτηριστικό της διαγνωστικής αυτής κατηγορίας είναι η αστάθεια στις σχέσεις, στη διάθεση και στην εικόνα του εαυτού (Μάνος, 2008).
- 2.Μεταιχμιακή Διαταραχή της Προσωπικότητας: Κλινική Εικόνα
Ο Morey (1991) περιγράφει τη διαταραχή αυτή ως ένα σύνδρομο με 4 βασικά στοιχεία:
- δυσκολίες στην εδραίωση μια ασφαλούς ταυτότητας,
- έλλειψη εμπιστοσύνης,
- παρορμητική και αυτοκαταστροφική συμπεριφορά,
- δυσκολία στον έλεγχο του θυμού και άλλων συναισθημάτων.
Η κλινική εικόνα των ατόμων με διάγνωση μεταιχμιακής διαταραχής προσωπικότητας μπορεί να κατανοηθεί σε συνάρτηση με τρεις άξονες. Όσον αφορά:
- Το βασικό άγχος: αυτό είναι το άγχος του αποχωρισμού.
- Τη γνωστική τους λειτουργία: η σκέψη χαρακτηρίζεται διχοτομική και βρίσκονται σε σύγκρουση αναφορικά με τις ανάγκες εξάρτησης.
- Το συναισθηματικό και συμπεριφορικό επίπεδο λειτουργίας: συνήθως χαρακτηρίζονται από καταθλιπτική και αυτο-υποτιμητική διάθεση, με έντονες ταλαντεύσεις στη συναισθηματική τους διάθεση και στη συμπεριφορά κατά τη διάρκεια κάποιων περιόδων.
- 2.1.Διαγνωστικά Κριτήρια
Τα διαγνωστικά κριτήρια για τη Μεταιχμιακή Διαταραχή της Προσωπικότητας, σύμφωνα με το DSM παρουσιάζονται παρακάτω:
Διαγνωστικά Κριτήρια κατά DSM-IV για τη Μεταιχμιακή Διαταραχή Προσωπικότητας (Μάνος, 2008; Συκελιανού, 2010).
Ένας εκτεταμένος τύπος αστάθειας των διαπροσωπικών σχέσεων, της εικόνας του εαυτού και των συναισθημάτων και έντονης παρορμητικότητας που αρχίζει νωρίς στην ενήλικη ζωή και είναι παρών σε μια ποικιλία καταστάσεων, όπως φαίνεται από πέντε (ή περισσότερα) από τα παρακάτω:
(1) ξέφρενες προσπάθειες του ατόμου να αποφύγει πραγματική ή φανταστική εγκατάλειψη.
Σημείωση: Μην περιλαμβάνετε αυτοκτονική ή αυτοακρωτηριαστική συμπεριφορά που καλύπτεται στο Κριτήριο 5.
(2) ένας τύπος ασταθών και έντονων διαπροσωπικών σχέσεων που χαρακτηρίζονται από εναλλαγές μεταξύ ακραίων περιπτώσεων της εξιδανίκευσης και της υποτίμησης.
(3) διατάραξη της ταυτότητας: έντονα και επίμονα ασταθής εικόνα ή αίσθηση του εαυτού.
(4) παρορμητικότητα σε τουλάχιστον δύο τομείς που είναι δυνητικά αυτοκαταστροφικοί (π.χ. ξόδεμα χρημάτων, σεξ, κατάχρηση ουσιών, απρόσεκτη οδήγηση, επεισόδια υπερφαγίας).
Σημείωση: Μην περιλαμβάνετε αυτοκτονική ή αυτοακρωτηριαστική συμπεριφορά που καλύπτεται στο Κριτήριο 5.
(5) επανειλημμένη αυτοκτονική συμπεριφορά, χειρονομίες ή απειλές ή αυτοακρωτηριαστική συμπεριφορά.
(6) συναισθηματική αστάθεια οφειλόμενη σε έντονη αντιδραστικότητα της διάθεσης (π.χ. έντονη επεισοδιακή δυσφορία, ευερεθιστικότητα ή άγχος που συνήθως διαρκεί για λίγες ώρες και μόνο σπάνια περισσότερο από λίγες μέρες)
(7) χρόνια αισθήματα κενού
(8) απρόσφορος έντονος θυμός ή δυσκολία ελέγχου του θυμού (π.χ. συχνά ξεσπάσματα θυμού, συνεχής θυμός, επανειλημμένα το άτομο έρχεται στα χέρια)
(9) παροδικός, σχετιζόμενος με στρες παρανοϊκός ιδεασμός ή σοβαρά διασχιστικά συμπτώματα
Πέρα από τα παραπάνω διαγνωστικά κριτήρια, η διάγνωση μπορεί να γίνει πιο αξιόπιστη με χρήση ψυχολογικών δοκιμασιών, όπως τα Rorschach και TAT (Χαρτοκόλλης 1991).
- 3.Ψυχαναλυτική Προσέγγιση της Οριακής Προσωπικότητας
Η αρχή του όρου οριακός στην ψυχανάλυση παρατηρείται το 1930, όταν ο Freud γράφει για τη ναρκισσιστική νεύρωση. Εμφανίζονται ασθενείς οι οποίοι δεν ήταν τόσο άρρωστοι για μια ψυχωτική διάγνωση, κι όμως χρειάζονταν ψυχοθεραπευτική βοήθεια κι επίσης δεν μπορούσαν να βοηθηθούν από την κλασσική ψυχανάλυση. Έτσι ξεκινά η ιδέα για μια οριακή διάγνωση από τη μια πλευρά σαν το διάμεσο μεταξύ της νεύρωσης και της ψύχωσης και από την άλλη η οριακότητα οριζόταν σαν κριτήριο της δυνατότητας για τη χρησιμοποίηση ή μη της ψυχανάλυσης (Kernberg, 1975. Χαρτοκόλλης, 1990; 1991).
Ο πρώτος συγγραφέας που χρησιμοποίησε τον όρο οριακός ήταν ο Α. Stern, το 1938. Τα τελευταία χρόνια o όρος οριακός είναι μεν πιο διαδεδομένος, δεν μπορούμε όμως να πούμε ότι στον ορισμό του προστέθηκαν πιο σαφείς ερμηνείες. Συναντώνται, επίσης, οι όροι οριακός ασθενής, οριακή κατάσταση, οριακή οργάνωση προσωπικότητας ή οριακό πρότυπο (Συκελιανού, 2010).
Οι οριακές προσωπικότητες παρουσιάζουν, όπως προείπαμε, παρορμητική συμπεριφορά, διαταραχές ταυτότητας, έντονες αλλά ασταθείς διαπροσωπικές σχέσεις, δυσφορικά συναισθήματα, ανεπαρκή ικανότητα να ελέγχουν το άγχος τους, μικρή δυνατότητα για μετουσίωση.
Χρησιμοποιούν κυρίως πρωτόγονους μηχανισμούς άμυνας. Ο βασικός μηχανισμός είναι η διχοτόμηση. Χρησιμοποιούν ακόμη την προβλητική ταύτιση, την άρνηση, την πρωτόγονη εξιδανίκευση ή, άλλες φορές, την υποτίμηση (Kernberg, 1975. Χαρτοκόλλης, 1991).
Οι μηχανισμοί αυτοί προστατεύουν το εγώ από συγκρούσεις, κρατώντας διχοτομημένες και σαφώς διαφοροποιημένες μεταξύ τους αντιφατικές εικόνες του εαυτού και των άλλων. Οι άμυνες αυτές όμως, παρότι προστατεύουν από τις συγκρούσεις, αποδυναμώνουν τη λειτουργικότητα του εγώ και μειώνουν τις δυνατότητές του για προσαρμοστικότητα και ευελιξία (Kernberg, 1975).
Κοινός παρονομαστής στη θεραπεία αυτών των ασθενών είναι μια, μικρότερη ή μεγαλύτερη (συνήθως μεγαλύτερη), δυσκολία για την εγκατάσταση και τη διατήρηση μιας συνεπούς, σταθερής και αξιόπιστης θεραπευτικής συμμαχίας.
3.1. Ψυχαναλυτική Κατανόηση της Οριακής Διαταραχής
Οι περισσότεροι συγγραφείς που ασχολήθηκαν από ψυχαναλυτική σκοπιά με την οριακή διαταραχή και την αιτιολογία της, τόνισαν τον καθοριστικό ρόλο της ποιότητας της δυαδικής σχέσης, της σχέσης δηλαδή μητέρας-παιδιού κατά την προ-οιδιπόδεια περίοδο. Σήμερα, τα τρία περίπου πρώτα χρόνια της ζωής δεν περιγράφονται τόσο με όρους κάποιων σταδίων της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης που αφορούν αποκλειστικά το παιδί. Περισσότερο περιγράφονται με όρους μιας δυαδικής διαδικασίας, στα πλαίσια της οποίας σταδιακά εξελίσσονται και διαφοροποιούνται οι αναπαραστάσεις του εαυτού και των αντικειμένων. Ξεκινώντας από ένα πρώτο, αδιαφοροποίητο αυτιστικό στάδιο, το βρέφος ακολουθεί μια εξελικτική πορεία που γύρω στον τρίτο χρόνο καταλήγει στο σχηματισμό μιας (σχετικά) αυτόνομης και οργανωμένης ψυχικής μονάδας, διαφοροποιημένης από τα αντικείμενά της. Στο πλαίσιο αυτής της εξέλιξης, η ποιότητα της σχέσης με τη μητέρα είναι φυσικό να κατέχει κεντρική θέση (McWilliams, 2012).
Η αιτιολογία, λοιπόν, της οριακής διαταραχής αποδόθηκε σε δυσλειτουργίες της δυαδικής σχέσης. Είχε παρατηρηθεί ότι αυτοί οι ασθενείς παρουσίαζαν εντονότατο άγχος αποχωρισμού από τα σημαντικά τους αντικείμενα, ο δε αποχωρισμός συχνά βιωνόταν σαν πλήρης και απόλυτη εγκατάλειψη. Αυτό αποδόθηκε σε διαταραχές της σχέσης του παιδιού με τη μητέρα, που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, παρεμπόδισαν την ομαλή πορεία των διαδικασιών του αποχωρισμού-εξατομίκευσης (Χαρτοκόλλης, 1990).
Αν μια μητέρα, για λόγους που σχετίζονται με τη δική της ψυχοπαθολογία, δεν είναι ψυχολογικά διαθέσιμη στο παιδί και έχει μια βαθύτερη απορριπτική στάση, το παιδί αναγκαστικά θα βιώσει το κλίμα της απόρριψης. Θα έχει τότε δυσκολίες να δημιουργήσει συγκροτημένες θετικές αναπαραστάσεις των αντικειμένων του και να εσωτερικεύσει εκείνες τις πλευρές της σχέσης που συνεισφέρουν σε μια αίσθηση ασφάλειας και βασικής εμπιστοσύνης στον εαυτό και στους άλλους (Kernberg, 1975).
3.1.2. Δυαδική σχέση και ψυχοπαθολογία
Υπήρξαν πολλοί αναλυτές που ασχολήθηκαν με τη δυαδική σχέση και την ψυχοπαθολογία που μπορεί να στηρίζεται στις όποιες διαταραχές της. Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να αναφερθούν, λόγω της γενικότερης επίδρασής τους στην ψυχανάλυση και την ψυχοθεραπεία, κάποιοι αναλυτές της βρετανικής σχολής, όπως ο Fairbaim, ο Balint και ο Winnicott. Ένα σημαντικό μέρος της κλινικής τους εργασίας περιελάμβανε και ασθενείς δύσκολους, παλινδρομημένους, πολλούς από τους οποίους με τη σημερινή ορολογία θα τους ονομάζαμε οριακούς. Όλοι τους υποστήριξαν ότι η ψυχική ανάπτυξη του παιδιού στηρίζεται κυρίως στη συναισθηματική επαφή με τα σημαντικά του αντικείμενα, και ότι η ποιότητα των σχέσεων και το συναισθηματικό κλίμα στο οποίο μεγαλώνει το παιδί, μπορούν ανάλογα με τις συνθήκες να παίξουν ρόλο διευκολυντικό ή να παρεμποδίσουν την ψυχολογική του εξέλιξη (McWilliams, 2012).
Η ψυχοπαθολογία αποδόθηκε από αυτούς τους συγγραφείς σε διαφόρων ειδών τραυματικές συνθήκες. Φυσικά δεν αποκλείσθηκαν και άλλοι παράγοντες. Κυρίως, όμως, δόθηκε έμφαση σε ψυχικά τραύματα που οφείλονταν στη στέρηση μιας «αρκετά καλής» γονεϊκής φροντίδας. Δεν επρόκειτο για κάποια μεμονωμένα περιστατικά, αλλά για μια μακροχρόνια διαδικασία συσσώρευσης δύσκολων συνθηκών και καταστάσεων που το παιδί δεν ήταν σε θέση να αφομοιώσει ψυχικά (McWilliams, 2012).
Οι τραυματικές εμπειρίες μπορούσαν να είναι διάφορες: εχθρότητα, έλλειψη εμπαθητικής κατανόησης, αναξιοπιστία και ανευθυνότητα, τραυματικοί αναπόφευκτοι χωρισμοί, ανεπάρκεια μιας συνεπούς υποστηρικτικής παρουσίας κ.ά. Το αποτέλεσμα της συσσώρευσης των τραυματικών εμπειριών ήταν η αδυναμία της εσωτερίκευσης ενός «καλού» αντικειμένου που αγαπά, υποστηρίζει και ανακουφίζει, καθώς και μια έντονη επιθετικότητα που έχει τις ρίζες της στη συναισθηματική στέρηση και τις υπερβολικές ματαιώσεις που υπέστη το παιδί. Τα φαινόμενα αυτά μπορούμε να τα συναντήσουμε, σε βαθμό αρκετά έντονο, στους ασθενείς με οριακή διαταραχή της προσωπικότητας (Χαρτοκόλλης, 1990;1991).
Βιβλιογραφία:
Kernberg, O.F., (1975). “Borderline conditions and pathological narcissism”. Aronson: New York.
Μάνος, Κ. (2008). «Στοιχεία Κλινικής Ψυχιατρικής». Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
McWilliams, N. (2012). «Ψυχαναλυτική Διάγνωση». Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Ψυχολογίας και Υγείας.
Morey, L. C. (1991). “Personality Assessment Inventory: Professional manual”. Odessa, FL: Psychological Assessment Resources.
Συκελιανού, Δ. (2010). «Κλινική Ψυχοπαθολογία Ενηλίκων». Αθήνα: Διόνικος.
Χαρτοκόλης, Π. (1991). «Εισαγωγή στην Ψυχιατρική». Αθήνα: Θεμέλιο.
Χαρτοκόλλης, Π. (1990). Οριακές διαταραχές προσωπικότητας: διαγνωστική και θεραπευτική πρόκληση, «Ψυχιατρική», 1: σελ. 28–33.