«Η Σύγκρουση μεταξύ Αγάπης & Μίσους»
Επιμέλεια Άρθρου
Αναστάσιος Λ. Χαραλαμπάκης
Ψυχολόγος
Εισαγωγή
Όλοι οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από συναισθήματα ελπίδας που σχετίζονται με την προσμονή θετικών και εποικοδομητικών σχέσεων, αλλά και από συναισθήματα φόβου τα οποία επικεντρώνονται γύρω από καταστροφικές και εκδικητικές συναισθηματικές συναλλαγές. Αυτές οι δύο κατηγορίες συναισθημάτων υπάρχουν μέσα στους πάντες, παρόλο που τα αντιλαμβανόμαστε σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, σε σχέση με διαφορετικά άτομα, δηλαδή σαν να υπάρχουν μέσα μας εντελώς ξεχωριστά.
Όταν αυτές οι δύο κατηγορίες συναισθημάτων «συναντιόνται», η κατάσταση που επικρατεί ονομάζεται «αμφιθυμία». Αυτές οι προσδοκίες βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στις εμπειρίες του παρελθόντος.
Η πολικότητα των έμφυτων ορμών
Η προσπάθεια για τον καθορισμό της φύσης των έμφυτων ορμών αποτέλεσε έργο ζωής για τον S. Freud. Οι θεωρητικές του διαπιστώσεις πήγαζαν πάντοτε από την κλινική του παρατήρηση. Εκείνο που τράβηξε έντονα την προσοχή του ήταν η συνεχής δυναμική πάλη που έμοιαζε να παρασύρει τα άτομα άλλοτε προς τη μία, κι άλλοτε προς την άλλη κατεύθυνση. Ο S. Freud διαπίστωσε ότι η σύγκρουση υπάρχει μέσα στο ίδιο το ασυνείδητο, πράγμα που κατά την άποψή του αποτελεί την αιτία του άγχους και της νεύρωσης. Μοιάζει, δηλαδή, σαν το ένα μέρος της προσωπικότητας να αντιμάχεται διαρκώς το άλλο. Η διαπίστωση αυτή τον οδήγησε στην υπόθεση ότι μέσα στην ανθρώπινη φύση υπάρχει ένας έμφυτος δυϊσμός.
Ο ίδιος, ο S. Freud, πολλές φορές απέρριπτε τις απόψεις που προηγουμένως υποστήριζε. Για παράδειγμα, όταν η κλινική του εμπειρία δεν συμβάδιζε με τις υποθέσεις του, ήταν πάντα έτοιμος να τις αλλάξει. Προς το τέλος της ζωής του, η παρατήρησή του πάνω στον καταναγκασμό επανάληψης, δηλαδή την τάση που έχει κάποιος να επαναλαμβάνει συνεχώς είτε οδυνηρές είτε ευχάριστες εμπειρίες, καθώς και οι μελέτες του πάνω στο σαδισμό (την ευχαρίστηση που νιώθει κάποιος από την πρόκληση πόνου σε άλλους) και το μαζοχισμό (ευχαρίστηση που πηγάζει από το γεγονός ότι υποφέρουμε) τον οδήγησαν στην υπόθεση ότι υπάρχει κάτι που «δουλεύει» μέσα στην ανθρώπινη φύση, κάτι που μοιάζει να «δουλεύει» ενάντια στο συμφέρον του ανθρώπου. Στο βιβλίο του Beyond the Pleasure Principle (1920), όπως γίνεται αναφορά στο βιβλίο με επιμέλεια του Γ. Βαμβαλή (2014), διατύπωσε μία νέα υπόθεση για το δυϊσμό των έμφυτων ενορμήσεων, σύμφωνα με την οποία το χάσμα ανάμεσα στις ενορμήσεις είναι μεγαλύτερο απ’ ό,τι είχε υποτεθεί παλαιότερα. Ο S. Freud έκανε ένα διαχωρισμό ανάμεσα στο Ένστικτο της Ζωής, που στοχεύει στην ένωση, στη θετικότητα, στη δημιουργία, καθώς και στην ολοκλήρωση, και στο Ένστικτο του Θανάτου, που στόχος του ήταν η καταστροφή ή αποσύνθεση αυτού καθαυτού του οργανισμού. Ο S. Freud υπέθεσε ότι αυτό το Επιθετικό Ένστικτο υπήρχε ανέκαθεν μέσα στο άτομο, αλλά ο οργανισμός υπερασπίστηκε εξαρχής τον εαυτό του εναντίον της εσωτερικής καταστροφικότητας με το να την κατευθύνει προς τα έξω. Έτσι, το Επιθετικό Ένστικτο γίνεται ευδιάκριτο μόνο στη μορφή του σαδισμού, του αρνητισμού και της επιθετικότητας. Ο S. Freud σκέφτηκε ότι ένα μέρος αυτής της επιθετικής ενόρμησης συγχωνεύεται με τη δύναμη για ζωή, δηλαδή με το μέρος εκείνο της προσωπικότητας που έχει την ικανότητα για αγάπη, κι έτσι μετριάζεται η δύναμή της. Η μείξη αυτή εξασφαλίζει στον άνθρωπο το στοιχείο της επιθετικής δύναμης που είναι απαραίτητο για την ανάπτυξη και την πρόοδο. Αν αυτή η μείξη κάποια στιγμή σταματήσει, τότε μπορεί να οδηγήσει σε αμείωτου βαθμού δολοφονικές διαθέσεις, όπως βλέπουμε να πραγματοποιούνται μέσα από αδικαιολόγητα κακόβουλες πράξεις σκληρότητας και αυτοκαταστροφής. (Βαμβαλής, 2014)
Αντιστοίχως, ο Abraham Karl (1924) μέσα από την ανάλυση ενηλίκων που έπασχαν από σοβαρή μελαγχολία, επισήμανε ότι οι ασθενείς αυτοί έτρεφαν φαντασιώσεις που του έδιναν την εντύπωση ότι πήγαζαν από το στοματικό στάδιο της εξέλιξης. Υπέθεσε ότι το βρέφος, κάτω από την επήρεια της αγάπης, έβαζε μέσα του, δηλαδή εσωτερίκευε, ένα «καλό μαστό» (καθώς και άλλες πλευρές της μητέρας), ενώ όταν κυριευόταν από μίσος εσωτερίκευε έναν κατεστραμμένο μαστό. Έτσι πίστευε ότι η ρίζα των σοβαρών ψυχικών διαταραχών, καθώς και των διαταραχών του χαρακτήρα, βρισκόταν στις εσωτερικεύσεις οι οποίες είχαν τη βάση τους στο μίσος και το αποτέλεσμά τους ήταν να δημιουργούν στην σκέψη των ασθενών φαντασιώσεις που εμπεριείχαν κατεστραμμένα αντικείμενα.
Ακολούθως, η Melanie Klein (1926) επιβεβαίωσε ότι στο πολύ μικρό παιδί συνυπάρχουν δυνατές παρορμήσεις μίσους οι οποίες επιθυμούν την καταστροφή των άλλων και του ίδιου, καθώς και δυνατές παρορμήσεις αγάπης. Στη σκέψη του παιδιού φαίνεται να κυριαρχούν από τη μια μεριά φαντασιώσεις εξιδανικευμένων μορφών που μοιάζουν με νεράιδες και μάγους και από την άλλη φαντασιώσεις τρομακτικών μορφών που μοιάζουν με τέρατα και κακές μάγισσες. Το γεγονός ότι αυτές οι μορφές δεν έμοιαζαν με τους πραγματικούς γονείς ήταν μια ακόμη απόδειξη ότι η αντίληψη και οι φαντασιώσεις του παιδιού επηρεάζονταν σε μεγάλο βαθμό από πρωτόγονη αγάπη και μίσος. Η πρωτόγονη φύση ορισμένων τέτοιων φαντασιώσεων, οι οποίες αναφέρονται περισσότερο σε μέρη του σώματος παρά σε ολόκληρο το σώμα, δηλαδή σε μέρη ενός ανθρώπου και όχι στο άτομο ως ολότητα, ήταν μια επιβεβαίωση ότι οι φαντασιώσεις αυτές προέρχονταν από τα πρώτα στάδια της εξέλιξης. Έτσι υπέθεσε ότι, από την αρχή της ζωής, φαντασιώσεις αγάπης και μίσους επενδύονται στα σημαντικά πρόσωπα της ζωής του βρέφους (ή μάλλον στα μέρη εκείνα του σώματός τους και στις πνευματικές τους λειτουργίες που αποκτούν νόημα για το βρέφος μέσα από την αισθητήρια αντίληψη). Αυτές οι επενδύσεις αποτελούν τους προδρόμους αυτών που αργότερα ονομάζουμε κοινωνικές σχέσεις, παρόλο που αρχικά το βρέφος αντιλαμβάνεται μέρη της μητέρας του σαν μέρη του εαυτού του και σταδιακά αρχίζει να τα αντιλαμβάνεται σαν κάτι ξεχωριστό. Εντούτοις, εξαιτίας της ανάγκης να κρατήσει τον εαυτό του μακριά από καταστροφικά συναισθήματα και να τα «τοποθετήσει εκτός του εαυτού του», υπάρχει μια ώθηση να αναγνωρίσει την ύπαρξη κάποιου αντικειμένου (ή ατόμου) ως κάτι ξεχωριστό από τον εαυτό του (Κλάιν & Ριβιέρ, 2008).
Η ανάγκη που έχει το βρέφος να προβάλει σε κάποιον άλλον την έμφυτη καταστροφικότητά του, καθώς και το άγχος που αυτή δημιουργεί, το κάνουν να εξαρτάται από τη μητέρα, διότι η μητέρα είναι εκείνη που μπορεί να «απομακρύνει» την καταστροφικότητα και το άγχος του. Έτσι, η ανακούφιση που νιώθει, όταν αυτό πραγματοποιηθεί, βοηθάει γενικά την εξέλιξη της σχέσης τους. Δεν προβάλλουμε όμως στους άλλους μόνο «κακά συναισθήματα». Συναισθήματα αγάπης και στοργής επίσης προβάλλονται στους άλλους. Η όλη πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων, η επιθυμία να μας αγαπούν, η επιθυμία αλλά και ο φόβος για μια στενή σχέση, φαίνεται να έχουν την πηγή τους στην ανάγκη —που υπάρχει από την αρχή της ζωής μας— για κάποιον που θα φροντίζει τις ψυχικές και φυσικές μας ανάγκες, που θα μας προστατεύει από την εσωτερική μας καταστροφικότητα, καθώς και από αυτήν που υπάρχει γύρω μας, και που θα ενισχύει τις δυνατότητές μας για αγάπη και ζωή (Κλάιν & Ριβιέρ, 2008).
Συνεπώς, η ποιότητα της σχέσης που το βρέφος δημιουργεί δεν εξαρτάται μόνο από το περιβάλλον αλλά και από τη συμμετοχή του ίδιου του βρέφους και κυρίως από τα εγγενή γνωρίσματά του, που μπορεί να αφορούν στην σχετική ικανότητά του να αγαπά ή να μισεί. Λεπτομερείς παρατηρήσεις βρεφών δείχνουν ότι αυτά διαφέρουν πολύ στη συμπεριφορά τους από την αρχή της ζωής τους. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε ταλαιπωρία κατά τον τοκετό ή στην εμπειρία της ενδομήτριου ζωής (Κλάιν & Ριβιέρ, 2008) .
Εντούτοις και βρέφη με όμοιες εμπειρίες, θα δούμε ότι μπορεί να διαφέρουν σημαντικά. Άλλα να είναι περισσότερο εξωστρεφή και να ανταποκρίνονται στο τάισμα της μητέρας και στο στοργικό της κράτημα, ν’ αντέχουν περισσότερο την αναμονή, και όταν είναι στενοχωρημένα ν’ αντιδρούν αμέσως στην ανακούφιση που τους προσφέρεται, ενώ κάποια άλλα όχι.
Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι αυτά τα βρέφη έχουν μια μεγαλύτερη έμφυτη ικανότητα για αγάπη, ενώ άλλα βρέφη, χρειάζονται πολύ μεγαλύτερη προσοχή, καλόπιασμα και προσπάθεια για ανακούφιση, σαν να κυριαρχούνται πιο εύκολα από καταστροφικές φαντασιώσεις. Υπάρχουν βρέφη που κλαίνε ακατάπαυτα και καμιά βοήθεια ή υπομονή δεν τα ικανοποιεί πλήρως, σαν να είναι κατακυριευμένα από κακά συναισθήματα. Τέλος, άλλα βρέφη παρουσιάζουν μια τελείως παθητική συμπεριφορά, σαν να τους λείπει μια δυνατή ενόρμηση για ζωή.
Οποιαδήποτε όμως κι αν είναι η έμφυτη ισορροπία μεταξύ αγάπης και μίσους, η διπλή φύση των έμφυτων ενορμήσεων έχει ως αποτέλεσμα η ψυχική ζωή να είναι διαρκώς σε κατάσταση ρευστότητας και έτσι το άτομο να εμπλέκεται σε συγκρούσεις τόσο με τους άλλους όσο και με τον εαυτό του. Τα άγχη που πηγάζουν από αυτή τη σύγκρουση αυτή μπορεί να είναι καταδιωκτικά, καταθλιπτικά, άγχη απώλειας, άγχη ύπαρξης και άλλα.
Μέσα από την καθημερινή παρατήρηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, βλέποντας πόσο συχνά κοινωνικές σχέσεις διακόπτονται εξαιτίας μίσους, ζήλιας, αντιζηλίας, πλεονεξίας και άλλων καταστροφικών συναισθημάτων, αλλά παρατηρώντας συγχρόνως την απελπισία και την προσπάθεια των ανθρώπων για την εδραίωση πιο θετικών σχέσεων, θα υποθέταμε ότι δεν θα υπήρχε δυσκολία στο να αναγνωρίσουμε τη συνεχή πάλη μεταξύ αγάπης και μίσους.
Ωστόσο, η υπόθεση της ύπαρξης επιθετικής ενόρμησης, που είναι έμφυτη στην ανθρώπινη φύση και όχι απλώς αντίδραση σε πρόκληση ή σε μη αρκετά «καλό» περιβάλλον στο οποίο ζει το άτομο, έχει συναντήσει μεγάλη αντίδραση. Φαίνεται ότι σαν άνθρωποι είμαστε προσκολλημένοι στην πεποίθηση της «έσχατης καλοσύνης» της ανθρώπινης φύσης και διστάζουμε να αποδεχτούμε το μερίδιό μας στο μίσος. Τελικώς, καταλήγουμε να βλέπουμε επιθετικές ενορμήσεις μόνο στους γύρω μας και έτσι συνεχίζουμε τους διαπληκτισμούς με τους άλλους μέσα από τη θέση ότι «εμείς είμαστε οι σωστοί», προωθώντας έτσι τους καβγάδες και την εμπόλεμη κατάσταση με τους γύρω μας. Μια άλλη στάση απέναντι στο θέμα των επιθετικών ενορμήσεων είναι η υποταγή σε εκφοβισμούς και η συμπαιγνία στη σκληρότητα και στην πονηριά. Αντίθετα, η αποδοχή της ύπαρξης επιθετικών στοιχείων όχι μόνο στους γύρω μας αλλά και στον εαυτό μας οδηγεί σε καθαρή διάκριση, μεγαλύτερη αντοχή και σταθερότητα και κατά συνέπεια στην πιθανότητα δημιουργίας πιο εποικοδομητικών σχέσεων.
Όταν αναφερόμαστε στα προτερήματα που θαυμάζουμε στους ανθρώπους, όπως θάρρος, σοφία, ακεραιότητα, έμμεσα παραδεχόμαστε ότι όσοι έχουν αυτά τα προτερήματα έχουν κατακτήσει ένα βαθμό ωριμότητας, αφού προηγουμένως πολέμησαν και απέκτησαν την ικανότητα να αντιμετωπίζουν τα καταστροφικά στοιχεία της δικής τους προσωπικότητας, καθώς και των συνανθρώπων τους. Αυτό μας δείχνει ότι υπάρχει πράγματι κάτι πολύ θετικό στην εγγενή πολικότητα των ενορμήσεων. Όπως ο ηλεκτρισμός προκαλείται από αντίθετες δυνάμεις, έτσι και η συγκρουσιακή κατάσταση που δημιουργείται από την αμοιβαία επίδραση αγάπης και μίσους δημιουργεί ένα συνεχές ρεύμα ψυχικής δραστηριότητας. Αυτή η κατάσταση μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφή ή στασιμότητα, αλλά όταν τα καταστροφικά στοιχεία καταπολεμηθούν, τότε το αποτέλεσμα μιας τέτοιας σύγκρουσης είναι η επίτευξη και ανάπτυξη.
Βιβλιογραφία
- Abraham, k. (1924). A Short Study of the Development of the Libido Viewed in Light of Mental Disorders. In Selected Papers of Karl Abraham. NY: Basic Books.
- Κλάιν, Μ., &, Ριβιέρ, Τζ. (2008). «Η Αγάπη και το Μίσος: η ανάγκη της επανόρθωσης». Αθήνα: Κονιδάρης.
- Φρόιντ, Σ. (2014). «Εισαγωγή στην Ψυχανάλυση». Επιμ., Βαμβαλής Γ. Αθήνα: Επίκουρος.