Γράφει: Βιβιάννα Κούκου, Κοινωνική Λειτουργός (Δ.Π.Θ.) – Συνθετική Ψυχοθεραπεύτρια
Αφορμή για το άρθρο αυτό αποτελούν: η 25η Νοέμβρη (Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών), αλλά και η κάθε ημέρα που περνά, και διαβάζουμε σε τίτλους ειδήσεων ακόμη ένα, νέο, αποτρόπαιο περιστατικό έμφυλης βίας. Κάποιες σκέψεις λοιπόν για ένα από τα πλέον επίκαιρα θέματα των καιρών μας. Γυναικοκτονίες, βιασμοί παιδιών, γυναικών, αντρών και ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, ρατσιστικές επιθέσεις, περιστατικά εκφοβισμού, αντιδημοκρατικές πρακτικές. Ομοφοβία, τρανσοφοβία, παιδεραστία, πορνογραφία, political correctness και κακοποιητικός λόγος. Τα παραπάνω είναι ορισμένα από τα γεγονότα και τα φαινόμενα της τελευταίας περιόδου που μας θυμίζουν πως η βία είμαστε τελικά εμείς.
Αλλά πώς καταφέρνουν άτομα που χαρακτηρίζονται από μοναδικότητα, κριτική σκέψη, διαφορετικότητα ιδεών, να διέπουν ένα σύνολο και μια πλειοψηφία έτοιμη να κατασπαράξει ό,τι θα έπρεπε να προστατεύει; Ο σκληρός πυρήνας της έμφυλης ανισότητας και συγκεκριμένα η πατριαρχία, είναι σίγουρα μια σημαντική εξήγηση και η απάντηση στα περισσότερα γιατί. Πυρήνας, αφού αποτελεί μια κακοήθεια του Υπερεγώ μας, τόσο επιθετική που μπορεί να επηρεάσει αυτή τη συνιστώσα του ψυχικού οργάνου. Έτσι ως μέλη μιας κοινωνίας πάσχουσας, κάνουμε επιλογές συμβατές με την κουλτούρα και την προσωπικότητα μας. Τρόπον τινά επιλέγουμε τον κοινωνικό μας κύκλο. Με αυτόν τον τρόπο, η οποιαδήποτε διαστρεβλωμένη θεωρία μας που μπορεί να αποτελεί στάση ζωής, πυρηνική βάση της ταυτότητας και της συμπεριφοράς μας -και εννοώ στερεότυπα και ιδεοληψίες- επιβεβαιώνεται, κανονικοποιείται και, όταν συναντάται και με άλλους όμοιους, γίνεται απόλυτη.
Όμως ποιος θα μπορούσε να είναι ο κοινωνικός αντίκτυπος πίσω από ομάδες ανθρώπων που ενημερώνονται, συνομιλούν, εκθέτουν απόψεις συμβατές με την κουλτούρα του δήθεν ελεύθερου κακοποιητικού λόγου; Σίγουρα η διάχυση διαστρεβλωμένης, τοξικής πληροφορίας, η επιρροή σε συνειδήσεις, η πόλωση, ο φανατισμός και συνεπώς το κοινωνικό μίσος. Σεξιστικές, ομοφοβικές, μισογυνιστικές, πατριαρχικές, δηλαδή με κάθε τρόπο κακοποιητικές αντιλήψεις και συμπεριφορές, διέπουν αυτό το κύμα κοινωνικού μίσους το οποίο φαίνεται να έχει βαθύτερες ρίζες, και έχει γίνει, όπως έδειξε η πρόσφατη ιστορία, πολύ επικίνδυνο ακόμη και για τις ζωές μας. Το μίσος συναντά και ερεθίζει ενυπάρχουσες προδιαθέσεις, πυροδοτεί οργή, θυμό και παρεισφρέει στις πράξεις μας. Το «έτσι μεγαλώσαμε» όμως δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί ως συνειδησιακό άλλοθι, διατηρώντας μας άκαμπτους ανθρώπους και εν δυνάμει θύτες.
¨Όλες τις παραπάνω καταστάσεις επισφραγίζουν φυσικά φορείς δημοσίου λόγου, οι οποίοι συχνά επιδίδονται σε ασύλληπτα παραληρήματα. Αλλά τι γίνεται όταν αυτά τα παραληρήματα συναντούν ανάπηρα πολιτικά αντανακλαστικά, εξαιρετικές επιφυλάξεις, και τον ακοινώνητο νομικό ιδρυματισμό; Η απάντηση είναι τίποτα. Δεν αλλάζει τίποτα. Συνεχίζουμε να πορευόμαστε ως οι «έτσι μεγαλώσαμε»’, και οι «έτσι θα μεγαλώσουμε και τα παιδιά μας », ενώ δίπλα μας γεννιούνται και προσπαθούν να κρατηθούν στη ζωή προσπάθειες για αφύπνιση, αναστοχασμό και γενναία αλλαγή.
Λαμβάνοντας ως παράδειγμα ένα έγκλημα βιασμού το οποίο γνωστοποιήθηκε από τα ΜΜΕ παρατηρούμε πλήθος ντροπιαστικών απόψεων οι οποίες ενοχοποιούν φετιχιστικά το ίδιο το θύμα. Η ηδονοβλεπτική αυτάρεσκη συνενοχή μας προτρέπει τα ΜΜΕ να ικανοποιήσουν αυτή την ένοχη ανάγκη και να παρουσιάσουν ένα βιασμο μια γυναίκας ή ενός παιδιού με τόσο ανήθικο τρόπο. Μια συντηρητική κουλτούρα αναχρονιστικών αξιών, ελλιπών γνώσεων και ανθρώπινης ευαισθησίας σε έκπτωση, είναι έτοιμη να κρίνει αυστηρά την ενήλικη ή την ανήλικη, την 50χρονη ή την 11χρονη και να συγχωρέσει την τοξική αρρενωπότητα, αφού επικρατεί η αντίληψη ότι χειραγωγούμαστε από πρωτόγονα ένστικτα.
Σε μια εποχή δυναμικών κινημάτων και κοινωνικής υποκρισίας, η σεξουαλική αγωγή είναι όρος ανέγγιχτος, οι καμπάνιες ενημέρωσης για την ισότητα και το σεβασμό στις ελευθερίες και τα δικαιώματα μας ελάχιστες, η ψυχοθεραπεία παραμένει αναγκαία μόνο για τα «ευάλωτα» άτομα, οι ομοφυλόφιλοι συνεχίζουν να είναι οι «διαφορετικοί», η σεξουαλικότητα μας αποτελεί προϊόν «ταυτότητας», και τα θύματα συνεχίζουν να «προκαλούν την τύχη τους». Όσο για την αντιμετώπιση; Αν το θύμα είναι ενήμερο για τις νομικές ενέργειες, τότε σίγουρα χρειάζεται αρκετή υπομονή και ψυχραιμία, ώστε να δώσει τη μάχη για τη δικαίωση. Ατελείωτες ώρες αναμονής προσπαθώντας να διατηρήσει στο σώμα τα ενοχοποιητικά στοιχεία, συγκάλυψη όταν πρόκειται για εμπλοκή επιφανών προσώπων, αδιάκριτες ερωτήσεις και βλέμματα, αμφισβήτηση-ίσως και κάποια καταγγελία για δυσφήμιση, ενοχές, επίκριση, φόβος -σε πολλές περιπτώσεις για την ίδια τη ζωή. Μεγάλη πιθανότητα επίσης υπάρχει να κριθεί από τη δικαιοσύνη αβάσιμη ή ελλιπών στοιχείων η καταγγελία του θύματος.
Μετά από αυτή την επίπονη διαδικασία τι πιο λογικά αναγκαίο από τη φροντίδα του τραύματος, από τη θεραπεία, από την εξασφάλιση της προστασίας. Όχι όμως. Το θύμα μπορεί να τελείωσε με την τραυματική αυτή εμπειρία, η κοινή γνώμη όμως δεν τελείωσε με το θύμα. Θα κριθούν με αυστηρό κριτήριο οι επιλογές της, το τι φορούσε, αν είχε κάποια ευθύνη, αν το προκάλεσε, θα ξεψαχνιστεί το προφίλ και -αν είναι τυχερή και υπάρχουν τα κατάλληλα γεγονότα που θα συνθέσουν αυτόν το δραματικό χαρακτήρα του υποκειμένου- τότε, ίσως, η υποστήριξη από την «κοινή γνώμη» να είναι πιο ένθερμη. Όταν το θύμα θα μπορούσε να είναι η μαμά, η αδερφή, η κόρη κάποιου, όταν έχει την ιδιότητα κάποιου προσώπου οικογένειας, παρατηρείται πως το γεγονός προκαλεί εντονότερη οργή ή συγκίνηση. Δυστυχώς κάποιες φορές δεν είναι αρκετός να προκαλέσει οργή και αγανάκτηση ένας βιασμός, ένας ξυλοδαρμός, ένας διασυρμός ενός ατόμου. Ενός υποκειμένου που δεν είναι κόρη, σύζυγος, μητέρα, αδερφή κάποιου. Που δεν υπάρχει κανένα συναισθηματικό δέσιμο μαζί του. Μια θηλυκότητα ενδεχομένως χωρίς συντηρητικά χαρακτηριστικά. Μια θηλυκότητα η οποία έβαλε ένα αποκαλυπτικό -όπως χαρακτηρίζεται ευρέως- φόρεμα που την έκανε να νιώθει όμορφη εκείνο το βράδυ, που βγήκε για να φλερτάρει με άντρες, γυναίκες ή με ό,τι της αρέσει, που ήπιε πολύ, που ήθελε να γυρίσει μόνη και περπατώντας στο σπίτι της. Στο σπίτι που δεν έμενε με κάποιον σύντροφο, πατέρα, μητέρα, αδερφό.
«Μα δεν θα μπορούσε αυτό να συμβεί σε μένα. Δεν ντύνομαι προκλητικά. Δεν μιλάω σε άντρες που δεν γνωρίζω. Δεν πίνω πολύ όταν βγαίνω. Εννοείται δεν γυρνάω το βράδυ στο σπίτι μόνη μου. Φροντίζω να ενημερώνω κάποιον, όταν πρόκειται να φτάσω σπίτι.»
Τι θα συνέβαινε όμως, αν η κοινή και η αυτόματη σκέψη όλων μας ήταν «θα μπορούσα να ήμουν εγώ στη θέση της», «Μπορεί να συμβεί και σε μένα», «Δεν θα έπρεπε να συμβαίνει σε καμία θηλυκότητα». Ποια θα ήταν τότε η ειδοποιός διαφορά; Η παρουσία προστατευτικού πλαισίου- περιβάλλοντος. Αυτές οι (φροντιστικές) συμπεριφορές που ενδυναμώνουν, επουλώνουν, υποστηρίζουν, και συμβάλλουν στη θεραπεία. Αυτές οι συμπεριφορές που όταν γίνουν δεδομένες και αυτονόητες, θα κάνουν περισσότερα θύματα να μιλήσουν, να καταγγείλουν, να μη φοβούνται τόσο, να μην αισθάνονται μόνα. Η υποστήριξη χρειάζεται μορφή, υπόσταση και έργο για να φτάσει εύκολα εκεί που την χρειάζονται. Για να την αισθανθούν τα άτομα που την χρειάζονται.
Επειδή όμως κοινωνικά και πολιτικά είμαστε σε επίπεδο διαίρεσης με το μηδέν, και επειδή δεν είναι κεκτημένη η συλλογική αλληλεγγύη ως προς την υποστήριξη των θυμάτων, είναι αναγκαία η βαθύτερη σκέψη και ο ανασχεδιασμός, ώστε το ίδιο το σύστημα να πάψει να «βιάζει» ξανά και ξανά το θύμα του. Να καταφέρει να προστατέψει ουσιαστικά το υποκείμενο που βίωσε οποιασδήποτε μορφής βία και που ζητά τη βοήθεια του. Σε ατομικό επίπεδο, ένα πρώτο βήμα είναι να κατανοηθεί η έννοια της βίας, τα αίτια και οι επιπτώσεις της. Να την εντοπίσουμε μέσα μας, και να την ξεριζώσουμε.
Για να μην ανοίξει ο κύκλος.