0
No products in the cart.
0
No products in the cart.
0
No products in the cart.
0
No products in the cart.

Η απώλεια της ευχαρίστησης, ή γιατί μιλάμε ακόμα για τον Οιδίποδα

Home / Άρθρα / Η απώλεια της ευχαρίστησης, ή γιατί μιλάμε ακόμα για τον Οιδίποδα

Περιεχόμενα

                                                                                 Περίληψη

Αυτό το άρθρο φέρνει την ψυχανάλυση στο προσκήνιο για να τα βάλει με το ερώτημα: γιατί η πατριαρχία αντέχει στο χρόνο; Τονίζει την ψυχολογική λειτουργία της πατριαρχίας ως άμυνας ενάντια στην απώλεια, συνδέοντας την έρευνα της Carol Gilligan για την ανάπτυξη με τις μελέτες του John Bowlby για την προσκόλληση. Παθολογικές αποκρίσεις στην απώλεια, βαδίζουν παράλληλα με τους έμφυλους κώδικες της πατριαρχικής αρρενωπότητας και θηλυκότητας, οι οποίοι εσωτερικεύονται μέσω μιας κανονικοποίησης που επιβάλλει ρήξεις στο σχετίζεσθαι και εξουδετερώνει την ικανότητα για επανόρθωση. Αυτός ο παραλληλισμός υποδηλώνει ότι οι έμφυλοι ρόλοι, οι οποίοι ενισχύουν την πατριαρχία, λειτουργούν ταυτόχρονα και ως άμυνα ενάντια στο σχεσιακό έλλειμα που είναι εγγενές στην πατριαρχική τάξη. Ο μαρασμός της ευχαρίστησης και μια αλλαγή στη (συναισθηματική) έκφραση, σηματοδοτούν την εισαγωγή της ψυχής στην πατριαρχία και υπογραμμίζουν τη δυνατότητα που υπάρχει εντός της ψυχανάλυσης να υιοθετηθεί μια υγιής αντίσταση ενάντια σε απώλειες που διαφορετικά εμφανίζονται ως απαραίτητες ή αναμενόμενες.

Λέξεις-κλειδιά: πατριαρχία, θεωρία προσκόλλησης, ανάπτυξη φύλου, ρήξη και επιδιόρθωση, φωνή (συναισθηματική έκφραση), αντίσταση.

   Τα τελευταία χρόνια, αναπτύσσουμε μια θέση που φέρνει την ψυχανάλυση στο προσκήνιο για να αντιμετωπίσουμε ένα από τα πιο δύσκολα ερωτήματα της εποχής μας – ένα ερώτημα που έγινε επιτακτικό από τις εκλογές του 2016. Το ερώτημα είναι γιατί επιμένει η πατριαρχία; Γιατί εξακολουθούμε να μιλάμε για τον Οιδίποδα – μια ιστορία ανδρικής βίας και γυναικείας σιωπής, μια ιστορία που σύμφωνα με την αφήγηση του Φρόιντ επιβάλλει την εσωτερίκευση της φωνής του πατέρα ως φωνή της ηθικής και του νόμου; Η θέση, εν συντομία, είναι: Η πατριαρχία επιμένει όχι μόνο επειδή όσοι βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας γαντζώνονται στα προνόμιά τους και την επιβάλλουν, αλλά επειδή επίσης εξυπηρετεί μια ψυχολογική λειτουργία. Μέχρι να καταλάβουμε αυτή τη λειτουργία, θα περπατάμε, όπως ο Οιδίποδας, στα τυφλά εκπληρώνοντας τη μοίρα μας.
Επικεντρωνόμαστε στην εμπειρία του σχετίζεσθαι, διότι πλέον αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ως πρωταρχική, ως ίδιον της ανθρώπινης κατάστασης και αποτυπωμένη σε αποσπάσματα από ταινίες με μητέρες και μωρά. Οι ταινίες δείχνουν πόσο προσεκτικά παρατηρούν τα βρέφη τις σχέσεις, πόσο εξαρτημένοι είμαστε ως μωρά από μια επαφή με ανταπόκριση και πόσο ευαίσθητοι είμαστε στη διαφορά μεταξύ του να είμαστε ή όχι σε επικοινωνία. Στο δίλεπτο βίντεο στο YouTube του «Still Face Experiment» (2009) του Ed Tronick, γινόμαστε μάρτυρες του μαρασμού της ευχαρίστησης όταν, ανταποκρινόμενη στις οδηγίες του Tronick, η μητέρα μένει ακίνητη και σταματά να αποκρίνεται στο μωρό. Το μωρό αντιλαμβάνεται αμέσως την απώλεια επαφής. Όταν οι προσπάθειές του να επανασυνδεθεί με τη μητέρα αγνοούνται, βλέπουμε την ευχαρίστηση να αποσύρεται από το σώμα και το πρόσωπό του. Γίνεται σχεδόν αφόρητο να το παρακολουθούμε καθώς η αποδιοργάνωση εγκαθίσταται και η σχεσιακά χρωματισμένη φωνή του μωρού δίνει τη θέση της σε τσιρίδες.
   Η ανακούφισή μας είναι βαθιά όταν τελειώνει η περίοδος του «παγωμένου προσώπου», η μητέρα ξεκινά την επιδιόρθωση της ρήξης, το μωρό ανταποκρίνεται και η αλληλεπίδρασή τους αποκαθίσταται. Σε αυτό το σύντομο δίλεπτο διάστημα, καταλαβαίνουμε πως η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης δεν εξαρτάται από την καλοσύνη της μητέρας αυτή καθ’ αυτή ή την απουσία ρήξης, αλλά από την ανακάλυψη από τη μητέρα και το μωρό ότι μπορούν να ξαναβρούν ο ένας τον άλλον, μετά την αναπόφευκτη εμπειρία της απώλειας επαφής κατά τη διάρκεια της καθημερινότητας. Έχει γίνει πλέον ψυχολογικό αξίωμα ότι η δυνατότητα επαφής εξαρτάται από την ικανότητα για επανόρθωση.
   Τι γίνεται όμως αν η ικανότητα για επανόρθωση είναι η ίδια υπό διωγμό; Τι θα συμβεί αν η ικανότητα κάποιου να αντιληφθεί και να διαμαρτυρηθεί για τις ρήξεις των σχέσεων, τόσο αναμφισβήτητα παρούσα στο ενός έτους παιδί, κινδυνεύει από αυτό που θεωρείται ‘φυσιολογική’ πορεία ανάπτυξης; Τι θα συμβεί αν ο διαχωρισμός του εαυτού από τη σχεσιακότητα, που θεωρείται ορόσημο στην ανάπτυξη, είναι αντίθετα μια απάντηση στην κανονικοποίηση – μια κανονικοποίηση που επιβάλλει τη θυσία του σχετίζεσθαι ντροπιάζοντας την ικανότητα για διαμαρτυρία και επανόρθωση; Η θυσία είναι απαραίτητη γιατί η αγάπη στέκεται εμπόδιο στην ιεράρχιση (σκεφτείτε τον Αβραάμ και τον Ισαάκ). Επειδή η ενσυναίσθηση και η αμοιβαία κατανόηση εμποδίζουν τη διαίρεση των ανθρώπων σε ανώτερους και κατώτερους, η ικανότητά μας για επαφή και επιδιόρθωση πρέπει να διακυβευτεί ή να καθυστερήσει να εδραιωθεί ή να διατηρήσει μια ταξινόμηση που χωρίζει τους ανθρώπους σε ανώτερους και κατώτερους, σε αξιοχάιδευτους και αχάιδευτους – είτε με βάση τη φυλή, το φύλο, την τάξη, την κάστα, τη θρησκεία, τη σεξουαλικότητα και ό,τι άλλο – μια τάξη όπου ορισμένες φωνές ενισχύονται και βρίσκουν απήχηση, ενώ άλλες όχι, καθώς η πατριαρχία προκρίνει τη φωνή του πατέρα.
  Carol: Εξακολουθούμε να μιλάμε για τον Οιδίποδα γιατί, σε περίπτωση που δεν πήρατε χαμπάρι τις εκλογές, ζούμε ακόμα στην πατριαρχία, όντας μάρτυρες ίσως της τελικής φάσης στη συνεχιζόμενη αντιπαλότητα μεταξύ δημοκρατίας και πατριαρχίας, αγάπης και κυριαρχίας. Ας μην ξεχνάμε ότι ο μύθος του Οιδίποδα έχει τις ρίζες του στο τραύμα. Ο βασιλιάς Λάιος, είχε κακοποιήσει σεξουαλικά ένα αγόρι. Του είπε ο χρησμός του Απόλλωνα ότι η τιμωρία θα ερχόταν στην επόμενη γενιά από τα χέρια του ίδιου του του γιου.
  Ο Οιδίποδας είναι μια ιστορία τραύματος και απώλειας, κακοποίησης και βίας, τύφλωσης και σιωπής. Είναι μια μυθική απόδοση της τραγωδίας που ενυπάρχει στην πατριαρχία. Το να πάρεις αυτόν τον μύθο ως πρότυπο για την ανθρώπινη κατάσταση, να διαιωνίσεις το όνομα του Οιδίποδα, ξεχνώντας την προέλευση της ιστορίας του από το τραύμα, ενέχει τον κίνδυνο να θεωρήσεις τον φόνο και την αιμομιξία ως φυσικές παρορμήσεις και λανθασμένα να θεωρήσεις την κουλτούρα της ανδρικής βίας και της γυναικείας σιωπής ως κάτι το φυσικό.
Το ό,τι μέσω της έρευνάς μας αφουγκράστηκα κορίτσια στο κατώφλι της εφηβείας ήταν που με οδήγησε για πρώτη φορά να αναρωτηθώ εάν ρήξεις που είχαν ληφθεί ως φυσιολογικές στην πορεία της ανάπτυξης θα μπορούσαν να θεωρηθούν με μεγαλύτερη ακρίβεια ως απαντήσεις σε μια κανονικοποίηση που επιβάλλει τη ρήξη στις ανθρώπινες σχέσεις.
   Η Ίρις, μια τελειόφοιτος γυμνασίου, παρατηρεί: «Αν ήταν να λέω αυτά που νιώθω και σκέφτομαι, κανείς δεν θα ήθελε να είναι μαζί μου. Η φωνή μου θα ήταν πολύ δυνατή» και στη συνέχεια προσθέτει, «αλλά πρέπει να έχεις σχέσεις». Μα αν είναι να μη λες αυτό που νιώθεις και σκέφτεσαι, πού βρίσκεσαι μέσα σε αυτές τις σχέσεις; Ρωτάω, και καθώς το πρόσωπό της σκοτεινιάζει, είναι ξεκάθαρο: βλέπει την παγίδα (Gilligan, 2002, σελ. 24). Η Ίρις είναι η καλύτερη της τάξης της: έχει γίνει δεκτή σε διάσημο κολέγιο που είναι η πρώτη της επιλογή. Ούσα δημοφιλής, θρηνεί για τον συμβιβασμό που έκανε: αυτολογοκρίθηκε έτσι ώστε «αυτή» να είναι κάποιος με τον οποίο θέλουν οι άλλοι να είναι μαζί. Βλέπετε το παράδοξο: Πρέπει να εγκαταλείψει την επιθυμία της του να σχετίζεται για να έχει «σχέσεις», οι οποίες, όπως τα νευρωτικά συμπτώματα, είναι συμβιβαστικοί σχηματισμοί, μια καρικατούρα σχέσης. Αν η Ίρις είναι ο εαυτός της μέσα σε μια σχέση, αν λέει αυτό που αισθάνεται και σκέφτεται, φλερτάρει με την απόρριψη: αν βγάζει τον εαυτό της από τη σχέση με το να μην λέει αυτά που νιώθει και σκέφτεται, τότε δεν σχετίζεται στην πραγματικότητα. Η απώλεια της σχέσης είναι αναπόφευκτη. Στα μάτια της Ίρις, αυτό είναι το τίμημα που πληρώνει κανείς για να έχει «σχέσεις» και να διαγράψει την πορεία του στον κόσμο. Η θυσία της σχέσης είναι προσαρμοστική, πολιτιστικά επικυρωμένη και κοινωνικά ανταποδοτική – και όμως η Ίρις το αντιλαμβάνεται ως απώλεια.
  Η έρευνα με τις έφηβες έθεσε ένα ερώτημα: Βιώνουν και τα αγόρια παρόμοια κρίση σύνδεσης σε πρωιμότερο στάδιο της ανάπτυξής τους, το διάστημα που ο Φρόυντ σημείωσε ως Οιδιπόδεια περίοδο; Σε μια μελέτη αξιοσημείωτη για την ακρίβεια των παρατηρήσεών της, η Judy Chu τεκμηριώνει τη σχεσιακή οξυδέρκεια των αγοριών στην ηλικία των τεσσάρων και πέντε ετών – την προσοχή τους, την ευφυΐα τους, την αυθεντικότητα και την αμεσότητά τους μεταξύ τους, αλλά και μαζί της (Chu & Gilligan, 2014). Ακολουθώντας τα αγόρια από τα προνήπια στο νηπιαγωγείο και μέχρι την πρώτη δημοτικού, τα είδε να γίνονται σταδιακά πιο αδιάφορα, λιγότερο εκφραστικά, λιγότερο αυθεντικά και άμεσα μεταξύ τους, αλλά και μαζί της. Έγιναν «αγόρια», ή όπως λέγεται συχνά ό,τι είναι τα αγόρια. Κι αυτά επίσης στήριζαν την πατριαρχία αποδεχόμενα, με τίμημα την ύπαρξη «σχέσεων», μια αρρενωπότητα που ορίζεται αντιθετικά με οτιδήποτε γυναικείο και ως αντίθετο από οτιδήποτε γυναικείο: μια αρρενωπότητα που εξαρτάται από την καταστολή της ενσυναίσθησης, καταστολή που είναι απαραίτητη για τη διεκδίκηση της ανωτερότητας. Η Chu περιγράφει πώς στην πορεία τους για να γίνουν «αγόρια», τα αγόρια θα αντικαταστήσουν τη σχεσιακή τους παρουσία με προσποίηση και ύφος, και σημειώνει ότι παραδόξως, απομονώνοντας τις σχεσιακές τους επιθυμίες και ευαισθησίες στην επιθυμία τους να γίνουν ένα από τα αγόρια, θυσιάζουν την εγγύτητα που τώρα αναζητούν με άλλα αγόρια.
Έτσι, η θηλυκότητα συνδέεται με ψευδο-σχέσεις (και την αποσιώπηση του εαυτού) και η αρρενωπότητα με την ψευδο-ανεξαρτησία (και την μόνωση της σχεσιακότητας).
  Αυτά είναι μακροχρόνια μοτίβα: ένα κορίτσι που σωπαίνει την ειλικρινή φωνή της, καταλήγει να ακούει την ειλικρινή της φωνή ως «πολύ δυνατή» ή ανόητη ή λανθασμένη: ένα αγόρι που κρύβει την αγάπη του («Μη με φιλάς μαμά!») και κρύβει τη συναισθηματική του ευαισθησία, καταλήγει να ακούει μια συναισθηματικά ανοιχτή φωνή ως μωρουδίστικη, εξαρτημένη, κοριτσίστικη ή γκέι.Το πιάνει κανείς το νόημα. Αν ένα κορίτσι στο κατώφλι της εφηβείας, στα πρόθυρα να γίνει νεαρή γυναίκα, σπάσει την απαγόρευση του να βλέπει και να μιλάει για ό,τι γνωρίζει εκ πείρας γύρω από τον έρωτα, και αν ένα αγόρι στο τέλος σταματήσει να κρύβει τον έρωτά του, τότε μια ιστορία που οδηγεί σε τραγωδία μπορεί να μετατραπεί σε ένα ταξίδι αντίστασης και αγώνα που τελειώνει με μια δίκαιη και ισότιμη σχέση.
Γνωρίζοντας τούτα, γιατί μιλάμε ακόμα για τον Οιδίποδα; Επειδή η πατριαρχία καλά κρατεί.
  Naomi: “Η φωνή που ξεχώρισε για μένα ήταν αυτή που ανάφερε η Carol: η φωνή της Ίρις, της τελειόφοιτης γυμνασίου που λέει: «Αν έλεγα αυτά που ένιωθα και σκεφτόμουν, κανείς δεν θα ήθελε να είναι μαζί μου. Η φωνή μου θα ήταν πολύ δυνατή» (σελ. 24). Θα μπορούσε να είχε ακουστεί σε μια από τις ψυχοθεραπευτικές μου συνεδρίες.
Παρατήρησα πως ενώ έγραφα την απάντησή μου οι σκέψεις μου πήγαιναν συνέχεια στον πατέρα μου. Στην τελική εργασία του τριμήνου, ξεκίνησα με μια προσωπική ιστορία:
25 Δεκεμβρίου 1990, ημέρα Χριστουγέννων, πέντε ημέρες πριν από τα πέμπτα μου γενέθλια, την ημέρα που πέθανε ο πατέρας μου. Η πρώτη μου γεύση απώλειας. Αυτήν την ημέρα των δώρων, του καινούριου κουκλόσπιτου και των ροζ φανελένιων πιτζαμών, μια μέρα για την οποία δεν μίλησα για πάνω από είκοσι χρόνια, αλλά αν άκουγες προσεκτικά θα μπορούσες να τη βρεις σε κάθε λάθος κίνηση, σε κάθε έκρηξη θυμού και αυτοαμφισβήτηση, και σε κάθε πράξη αυταπάρνησης, αυτοτιμωρίας και αυτοαπέχθειας. Ένα ντροπιαστικό μυστικό που καραδοκούσε πίσω από όλες μου τις απελπισμένες προσπάθειες να κρυφτώ και να μεταμορφωθώ.
Ο θάνατος αψηφά την πίστη μας στην ικανότητά μας να ελέγχουμε την αγάπη, τη ζωή και την απώλεια. Σε ηλικία 5 ετών, απέρριψα αυτό το μάθημα στην ανθρώπινη ευθραυστότητα. Έπρεπε να υπάρχει κάποιος λόγος που έφυγε ο πατέρας μου, κάποιος έπρεπε να φταίει (εγώ;) και έπρεπε να υπάρχει κάποιος τρόπος να τον φέρω πίσω. Καταπίεσα την παρόρμησή μου να μιλήσω για τον πατέρα μου, γαντζωμένη απεγνωσμένα από την πεποίθηση ότι όσο παρέμενα σιωπηλή, υπήρχε η πιθανότητα να μην ήταν πραγματικά νεκρός κι ότι θα επέστρεφε. Με τον καιρό, αυτή η παιδιάστικη ελπίδα έσβησε και στη θέση της αναδύθηκε η συνειδητοποίηση ότι είχε φύγει για πάντα σε συνδυασμό με την αποφασιστικότητα μου να αποφύγω περαιτέρω απώλειες με οποιοδήποτε κόστος. Τα εργαλεία μου ήταν: η καταστολή, ο έλεγχος, ο συμβιβασμός, η συνεχής παρακολούθηση των άλλων και η αυτορρύθμιση, η δέσμευση σε τίποτα και σε κανέναν, πάντα να κρύβομαι και πάντα να είμαι ευχάριστη. Έβγαλα τον εαυτό μου έξω από τις σχέσεις και θυσιάζοντας τη (συναισθηματική) σύνδεση, απέφευγα την απώλεια.
Σε αυτή την πρώιμη μαθητεία στον πόνο και τον χαμό, έμαθα άπταιστα τη γλώσσα του. Καταλαβαίνω τις κινήσεις και τα περιγράμματα του, τα σημάδια που αφήνει σε όσους αγγίζει και μπορώ να ανιχνεύσω τα βήματα αυτών που τρέχουν σε φυγή. Άκουσα το μοτίβο της απώλειας αφουγκραζόμενη το ένα κορίτσι μετά το άλλο, στο κατώφλι της εφηβείας, να περιγράφουν την ειλικρινή και αυθεντική φωνή τους ως «ανόητη» ή «εκκωφαντική». Στον αυτοχλευασμό τους, μπορούσα να ακούσω τη δική μου φωνή μέσα στο κεφάλι μου, τον καταπιεστή και προστάτη μου. Η φωνή που με φιμώνει και με κρύβει προστατεύοντάς με από περαιτέρω απώλειες.Και έτσι, μέσα από το πρίσμα της προσωπικής απώλειας (την απώλεια του πατέρα, ενός πατριάρχη) έφτασα να αναρωτηθώ αν η πατριαρχία εξυπηρετεί και μια δευτερεύουσα λειτουργία. Μέσα στις σκιές της αγάπης και της οικειότητας καραδοκεί η απειλή της απώλειας και έτσι, αν φοβόμαστε την αγάπη (επειδή φοβόμαστε την απώλεια), η πατριαρχία μπορεί να μοιάζει με καταφύγιο και το ταξίδι μακριά από την αγάπη μπορεί να μοιάζει με ταξίδι προς την ασφάλεια.
   Carol: Ακούγοντας τη Ναόμι, εντυπωσιάζομαι από τη λαμπρότητα των ερωτήσεών της: Αντέχει η πατριαρχία εν μέρει επειδή εξυπηρετεί μια αμυντική λειτουργία; Και, το πολιτιστικά προδιαγεγραμμένο ταξίδι προς την ενάρετη θηλυκότητα και την αποστασιοποιημένη αρρενωπότητα είναι κι αυτό μια διαδρομή που μας απομακρύνει από την απώλεια; Θυμάμαι το αίσθημα της επιφοίτησης, την αίσθηση της ξαφνικής ριζοσπαστικής ενόρασης που ένιωσα διαβάζοντας το έργο της Ναόμι. Φυσικά. Δεν θυσιάζουμε την αγάπη χωρίς λόγο. Αλλά οι λόγοι είναι ενδοψυχικοί όσο και πολιτικοί, γι’ αυτό και η ψυχαναλυτική κατανόηση γίνεται κρίσιμη.
Μπορούμε να καταλάβουμε γιατί κάποιος θα απομακρυνόταν από την αγάπη μετά από έναν θάνατο. Αλλά γιατί στην κανονική πορεία της ανάπτυξης ή στην απουσία αμετάκλητης απώλειας ή τραύματος, κορίτσια όπως η Ίρις, και νεαρά αγόρια, θα εγκατέλειπαν πρόθυμα την ηδονή του σχετίζεσθαι, το πάρε-δώσε, την αυθεντική συνάντηση; Εκ των υστέρων, η έρευνα για την ανάπτυξη έριξε φως στο γιατί η αλληλεπίδραση μεταξύ των γονέων και των συναισθηματικά ανταποκρινόμενων βρεφών τους – η βάση δηλαδή που μας βάζει όλους σε μια πορεία προς την ευχαρίστηση – εκτροχιάζεται. Ο Adam Phillips (2012, σελ. 14) γράφει, «Κάπου μέσα μας συνδέουμε το να μας αγαπούν με το να σε προδίδουν και το να σε προδίδουν με το να ωριμάζουμε. Και ξοδεύουμε πολλή ενέργεια για να μην το αντιληφθούμε αυτό, ενώ στην πραγματικότητα αξίζει να το γνωρίζουμε». Ο μύθος του Οιδίποδα χαρτογραφεί αυτή την προδοσία της αγάπης καθώς και την άγνοια που ακολουθεί. Έτσι, απεικονίζει την εισαγωγή της ψυχής στην πατριαρχία, την εσωτερίκευση του αρρενωπού ταμπού της τρυφερότητας και του θηλυκού ταμπού του να έχεις μια δική σου φωνή. Σηματοδοτεί ένα σταυροδρόμι, ένα σημείο καμπής στην ανάπτυξη όπου η προδοσία της αγάπης γίνεται όχι μόνο προσαρμοστική, το τίμημα που πληρώνει κανείς για την είσοδο στην κοινωνική τάξη (δηλαδή το να έχει «σχέσεις»), αλλά και φαινομενικά αναπόδραστη. Ένα γεγονός που αξίζει να το παραδεχτούμε.Δεν πέσαμε από τα σύννεφα, αν και μας εξέπληξε λίγο, όταν ανακαλύψαμε ότι η μύηση (στην κανονικοποίηση) που απαιτεί μια προδοσία της αγάπης μπορεί να συναντάει μια υγιή αντίσταση.
Η φωνή της υγιούς αντίστασης ήταν η «διαφορετική φωνή» (Gilligan, 1982). Μια βασική ανακάλυψη της έρευνας για την ανάπτυξη έγκειται στην αναγνώριση ότι αυτή η φωνή είναι η πεμπτουσία της ανθρώπινης φωνής, μια χρωματισμένη, ανταποκρινόμενη, σχεσιακή φωνή. Είναι η φωνή που ακούμε στη συναισθηματική ειλικρίνεια και την οξυδέρκεια των παιδιών, μια φωνή που κρύβουμε μέσα μας. Ακούγεται «διαφορετική» μόνο μετά από μια κανονικοποίηση που καθοδηγείται από το φύλο, όταν μια σχεσιακά προσανατολισμένη φωνή δίνει τη θέση της στην αισθησιακή φωνή της θηλυκής ανιδιοτέλειας και τη σταθερή φωνή της αρρενωπής αποστασιοποίησης.
Το μονοπάτι της ανάπτυξης γίνεται τότε μονοπάτι αντίστασης, που ξεκινά ως υγιής αντίδραση στην απώλεια της επαφής—η αντίδραση που βλέπουμε στη διαμαρτυρία και οι κινήσεις προς την επανόρθωση που έκανε το μωρό στο βίντεο του YouTube. Τα αγόρια βρίσκουν τρόπους να διατηρήσουν τη συναισθηματική τους ευαισθησία και την επιθυμία τους για εγγύτητα. Τα κορίτσια βρίσκουν τρόπους να διατηρήσουν μια ειλικρινή φωνή. Αλλά καθώς αυτή η υγιής αντίσταση στην απώλεια της επαφής φέρνει τα παιδιά σε σύγκρουση με τις απαιτήσεις της αρρενωπής αυτάρκειας και της θηλυκής αυτοθυσίας, γίνεται μια μορφή πολιτικής αντίστασης: διαμαρτυρία ενάντια στην κουλτούρα της πατριαρχίας, μια κουλτούρα που συντηρείται από την ανδρική βία (ή την απειλή της ανδρικής βίας) και τη γυναικεία σιωπή.
Ακόμη και τώρα, όταν επιβραβεύουμε τη συναισθηματική νοημοσύνη, το βιωματικό μυαλό και τον σχεσιακό εαυτό, τα έμφυλα ίχνη της πατριαρχίας είναι ανιχνεύσιμα. Τα θηλυκά επίθετα —συναισθηματικός, βιωματικός και σχεσιακός— χρησιμεύουν για να συμπληρώνουν και να προσαρμόζονται στις πιο πολύτιμες αρρενωπές ιδιότητες της νοημοσύνης, του μυαλού και του εαυτού.
Η υγιής αντίσταση των παιδιών στην εσωτερίκευση αυτών των έμφυλων διαχωρισμών και ιεραρχιών μπορεί να γίνει υπογείως και στρατηγικά. Όπως λέει ο Neeti, ένας εξαιρετικός μαθητής και ηγέτης του σχολείου, «η φωνή που υπερασπίζεται αυτό που πιστεύω έχει θαφτεί βαθιά μέσα μου» (Gilligan, 2011, σελ. 8). Αλλά όταν οι πιέσεις για συναισθηματική κάλυψη γίνονται συντριπτικές, όταν η επιθυμία να έχουμε «σχέσεις» – να είσαι ένα από τα αγόρια ή απ’ τα κορίτσια με το οποίο θέλουν να είναι οι άλλοι – γίνεται πολύ πιεστική ή φαινομενικά απαραίτητη, η πολιτική αντίσταση δίνει τη θέση της σε αυτό που οι κλινικοί αναγνωρίζουν ως ψυχολογική αντίσταση. Δίνει τη θέση της στην καταπίεση, την αποσύνδεση και την απόρριψη αυτού που είναι πολύ επώδυνο ή ντροπιαστικό να γνωρίζεις. Έτσι, για να ολοκληρώσουμε την πορεία: καθώς μια υγιής αντίσταση μετατρέπεται σε πολιτική αντίσταση, η πολιτική αντίσταση μπορεί να δώσει τη θέση της σε μια ψυχολογική αντίσταση και αυτή να εκδηλωθεί στην έμμεση γλώσσα των συμπτωμάτων.
  Η στροφή από την υγιή διαμαρτυρία και την πολιτική αντίσταση στην ψυχολογική αντίσταση σηματοδοτήθηκε στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά των συνεντεύξεών μας με την εμφάνιση της προσταγής «Δεν!», μια εσωτερικευμένη απαγόρευση που για τα κορίτσια βρισκόταν πριν το «γνωρίζω» και για τα αγόρια πριν το «φροντίζω». Η εσωτερίκευση σηματοδοτούσε μια κανονικοποίηση κατά την οποία τα κορίτσια δεν γνώριζαν τι πραγματικά ήξεραν και τα αγόρια δεν νοιάζονταν για το ό,τι, στην πραγματικότητα, νοιάζονταν βαθιά. Η μετάβαση από το σχετίζεσθε στη θηλυκή ανιδιοτέλεια και τον αρρενωπό εγωισμό –το να μην γνωρίζεις και να μη νοιάζεσαι– ήταν απαραίτητη για την εγκαθίδρυση της ιεραρχίας, η οποία απαιτεί απώλεια ενσυναίσθησης για τους πάνω και απώλεια αυτοεκτίμησης για τους κάτω. Η γνώση και η φροντίδα είναι αναπόσπαστο μέρος της πολιτικής αντίστασης.
  Όταν η πολιτική αντίσταση έδωσε τη θέση της στην ψυχολογική αντίσταση, είδαμε τα κορίτσια να παίρνουν μέρος σε αυτό που μπορεί να περιγραφεί ως η συνωμοσία της σιωπής όπου οι γυναίκες δεν λένε αυτό που βλέπουν ή ακόμα δεν ξέρουν αυτό που σε κάποιο επίπεδο ξέρουν, και τα αγόρια εντάσσονται σε αυτό που μπορεί να θεωρηθεί ως η συνωμοσία της βίας κατά την οποία —ως άνδρες— απομακρύνονται από τη σχεσιακότητα, αντικειμενοποιούν τις γυναίκες και ξεσπούν όταν αποκαλύπτεται η ευαλωτότητά τους. Το ενδιαφέρον μου τράβηξαν οι πρωτεργάτες και οι πρωτεργάτριες– αυτοί που διατηρούσαν την πολιτική τους αντίσταση επιμένοντας και να έχουν φωνή και να παραμένουν σε σχέση. Η Άννα έγραψε δύο εργασίες για έναν θρυλικό ήρωα: μία που πήρε άριστα και μία όπως επιθυμούσε να την γράψει. Η τελευταία εξόργισε τον δάσκαλό της επειδή αμφισβήτησε την οπτική του ήρωα ως γενναίου διότι κατέστειλε την ευαλωτότητά του και κατέφυγε στη βία (Gilligan, 2011, σελ. 134–135). Συνειδητοποίησα πολύ καλά το θάρρος που χρειάστηκαν αυτοί οι αντάρτες και τα αντίποινα που αντιμετώπισαν: την απόρριψη που προερχόταν από το να μην συμπεριφέρονται σαν αληθινοί άντρες ή ενάρετες γυναίκες, μαζί με τους κακούς βαθμούς ως αποτέλεσμα του να μην βλέπουν τον κόσμο με τον τρόπο που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να τον βλέπουν.
Naomi: Ακούγοντας την αφήγηση της Carol για την αντίσταση με επαναφέρει στην ερώτησή μου. Γιατί, αν έχουμε μονοπάτι διαφυγής από τον Οιδίποδα και την πατριαρχία, παραμένουμε κολλημένοι εκεί; Καθώς άκουγα από την Carol την περιγραφή της μύησης στην κανονικοποίηση (ένα τοπίο προδοσίας και φόβου, αλλά και μιας υγιούς αντίστασης), μπορούσα να ακούσω μια βαθύτερη ψυχολογική ιστορία: μια επιθυμία για επαφή παραμορφωμένη από ένα κύμα απώλειας και φόβου.
  Η Carol πρότεινε να στραφώ στην ψυχαναλυτική βιβλιογραφία για την απώλεια. Με κατεύθυνε προς τον Φρόυντ, τη Μέλανι Κλάιν και τον Τζον Μπόουλμπι. Με τον Φρόιντ και την Κλάιν, τελικά έπεσα πάνω στον ίδιο τοίχο. Οι θεωρίες της απώλειας έτειναν να ενισχύουν την πατριαρχική ιστορία: η απώλεια ως αναπόφευκτη και η αποστασιοποίηση, η μόνη υγιής λύση.
Και μετά διάβασα τον Bowlby (1969, 1973, 1980). Άλλαξε το τοπίο παρουσιάζοντας την προσκόλληση ως μια έμφυτη ανθρώπινη επιθυμία και την αποστασιοποίηση ως δυσπροσαρμοστική απάντηση στην απώλεια. Με βάση τις παρατηρήσεις του για μικρά παιδιά που χωρίστηκαν από τους φροντιστές τους, ο Bowlby (1969, σελ. 27–28) έθεσε τρία στάδια αντίδρασης στην απώλεια: διαμαρτυρία, απόγνωση και αποσύνδεση. Η διαμαρτυρία είναι μια υγιής απάντηση στη θλίψη από την απώλεια της επαφής, μια απόκριση που έχει σχεδιαστεί για να αποκαταστήσει την επαφή με τη φιγούρα προσκόλλησης. Ωστόσο, όταν η διαμαρτυρία αποτυγχάνει να εξασφαλίσει την επανασύνδεση, δίνει τη θέση της στην απόγνωση. Αυτό είναι ένα σιωπηρό στάδιο αδράνειας που χαρακτηρίζεται από την απώλεια της φωνής διαμαρτυρίας. Όταν η σύνδεση παραμένει χωρίς αποκατάσταση, η απόγνωση καταλήγει σε αποσύνδεση. Ο Bowlby παρατήρησε ότι στη φάση της αποσύνδεσης, το παιδί «θα συμπεριφέρεται σαν να μην έχει μεγάλη σημασία γι’ αυτό ούτε η μητέρα ούτε η επαφή με τους ανθρώπους» και «θα γίνεται όλο και πιο εγωκεντρικό και, αντί να κατευθύνει τις επιθυμίες και τα συναισθήματά του προς τους ανθρώπους, θα ασχολείται με υλικά πράγματα» (σελ. 28).
  Ο Bowlby κάνει διάκριση μεταξύ του λειτουργικού θυμού —«τον ελπιδοφόρο θυμό» που συνοδεύει τη διαμαρτυρία και χρησιμεύει στην κινητοποίηση της προσπάθειας του παιδιού να αποκαταστήσει την επαφή με τον φροντιστή του— και του δυσλειτουργικού θυμού, του «θυμού της απόγνωσης» που προκύπτει όταν η διαμαρτυρία (δηλαδή η έκφραση της ελπίδας) αποτυγχάνει να εξασφαλίσει την επανασύνδεση (Bowlby, 1973, σελ. 247–253). Ο δυσλειτουργικός θυμός περιγράφεται ως «βαθιά αγανάκτηση» που οδηγεί στην «ψυχρή μνησικακία» (σελ. 192). Καθώς αυτός ο θυμός γίνεται απειλή για τη σχέση, τείνει να καταπιέζεται, να μετατίθεται ή να προβάλλεται. Έτσι, κατά τη φάση της αποστασιοποίησης, ο θυμός προς έναν μη διαθέσιμο φροντιστή τείνει να κρύβεται αμυντικά, να παραμορφώνεται ή να κατευθύνεται προς άλλους στόχους. Ωστόσο, σε συνθήκες άγχους, όταν η άμυνα της αποστασιοποίησης καταρρέει, συχνά ο θυμός αναδύεται ανεξέλεγκτος. Έτσι, η σιωπή και η βία σηματοδοτούν τη μετάβαση από τη διαμαρτυρία στην απόγνωση και την αποσύνδεση.
  Ο Bowlby επισημαίνει ότι η αμυντική αποστασιοποίηση μπορεί συχνά να εκληφθεί ως ανεξαρτησία και ωριμότητα. Προσθέτουμε ότι, πίσω από αυτή την παρατήρηση, βρίσκεται μια πιο ριζοσπαστική διορατικότητα: η αμυντική αποστασιοποίηση θεωρείται λανθασμένα ως ανεξαρτησία και ωριμότητα, επειδή αντικατοπτρίζει την ψευδο-ανεξαρτησία της αρρενωπότητας, η οποία στην πατριαρχία είναι συνώνυμη με την ανθρώπινη ανάπτυξη και ωριμότητα. Η επιθετικότητα και η απομάκρυνση από τη σχεσιακότητα που χαρακτηρίζει την αμυντική αποστασιοποίηση είναι τα χαρακτηριστικά ενός ανδρισμού που εκτιμάται και επιβραβεύεται. Επιπλέον, η έρευνα για την ανάπτυξη των αγοριών καταδεικνύει ότι η μετάβαση από τη σχεσιακότητα στην ψευδο-ανεξαρτησία συμβαίνει ως απάντηση σε μια πολιτισμικά κατευθυνόμενη και κοινωνικά επιβεβλημένη εμπειρία αθεράπευτης απώλειας. Η έρευνα δείχνει ότι καθώς μυούνται στον ανδρισμό, τα αγόρια αντιμετωπίζουν μια σειρά από απώλειες και προδοσίες. Οι προσπάθειές τους να εναντιωθούν στις απώλειες και να επιδιορθώσουν τις σχέσεις τους καταλήγει με αυτούς ντροπιασμένους, να δυσφημίζονται ως «κορίτσια ή γκέι». Όταν η διαμαρτυρία αποτυγχάνει και η απώλεια σύνδεσης γίνεται φαινομενικά ανεπανόρθωτη, τα αγόρια αμύνονται ενάντια στην απώλεια ισχυριζόμενοι ότι αδιαφορούν -καταστέλλοντας την επιθυμία τους για σύνδεση και αρνούμενοι τη σημασία της απώλειας. Για να γίνουν «αληθινά αγόρια», τα αγόρια ακολουθούν το μονοπάτι που σκιαγραφεί ο Bowlby περιγράφοντας το άγχος του αποχωρισμού: δηλαδή, η απώλεια ακολουθείται από διαμαρτυρία, η οποία —αν αποτύχει να αποκαταστήσει τη σύνδεση— δίνει τη θέση της στην απόγνωση και την αποσύνδεση. Αυτός ο παραλληλισμός υποδηλώνει ότι η πατριαρχική αρρενωπότητα, όπως και η αποσύνδεση, λειτουργεί ως άμυνα απέναντι στην απώλεια.
Το βρίσκω αδύνατο να διαβάσω την περιγραφή του Bowlby για τη μετάβαση από τη διαμαρτυρία και τον ελπιδοφόρο θυμό, στην απομάκρυνση και το θυμό της απελπισίας χωρίς να σκεφτώ το υπόγειο ρεύμα της απώλειας, του μίσους, της οργής και της βίας που οδήγησαν τις πρόσφατες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ. Αν η ψευδο-ανεξαρτησία της αρρενωπότητας, όπως και η αποστασιοποίηση, είναι μια άμυνα ενάντια στην απώλεια, ο απενοχοποιημένος εναγκαλισμός της πατριαρχίας υποδηλώνει έναν άφατο πόνο ριζωμένο στην απώλεια και την προδοσία. Η αυξανόμενη ανισότητα και η απελπισία σε συνδυασμό με τις πρόσφατες προοδευτικές αλλαγές -ιδίως η εκλογή μαύρου προέδρου και κατόπιν η υποψηφιότητα μιας γυναίκας- απείλησαν να αποκαλύψουν μια ευαλωτότητα που βιώθηκε ως επαίσχυντη και κρύφτηκε κάτω από τη μάσκα του ανδρισμού. Αυτή η ευαλωτότητα δεν μπορεί να αποκαλυφθεί χωρίς να υπονομευτεί περαιτέρω μια ήδη επισφαλής αίσθηση ανδρισμού. Ο φόβος της απώλειας μετατοπίζεται έτσι στη φαντασίωση της αποστασιοποίησης και ο ελπιδοφόρος θυμός γίνεται βίαιο μίσος που προβάλλεται προς τα έξω – ενάντια στον φυλετικό, θρησκευτικό, εθνικό και έμφυλο «άλλο».
  Σε μεταγενέστερη εργασία, ο Bowlby διαπίστωσε ότι η άμυνα της αποσύνδεσης μπορεί να πάρει αντεστραμμένη μορφή, την οποία περιέγραψε ως αγχώδη προσκόλληση. Αυτή περιλαμβάνει προσκόλληση σε σχέσεις, συχνά με υπερβολική υποταγή, ή υιοθέτηση μιας αντιστροφής ρόλου που ο Bowlby ονόμασε «ψυχαναγκαστική φροντίδα» ως υποκατάστατο της πραγματικής σχέσης (Bowlby, 1980, σελ. 203-206). Ενώ το αποστασιοποιημένο άτομο απομακρύνεται από τη σχέση και αρνείται ή αποσυνδέεται από την επιθυμία του για αγάπη ως τρόπο αντιμετώπισης του πόνου της απώλειας, το άτομο που συνδέεται με άγχος αμύνεται απέναντι στην απώλεια μέσω της αυταπάρνησης, αποκηρύσσοντας την αίσθηση της αυτοδιάθεσης (αυτοπροσδιορισμού) και της επιθυμίας του, και αφοσιώνεται στο να υπηρετεί τους άλλους.
  Η κριτική του Bowlby για την ψυχαναγκαστική φροντίδα απηχεί την παρατήρηση της Carol ότι η θηλυκή επιταγή να νοιάζεσαι ανιδιοτελώς για τους άλλους, λειτουργεί ως εμπόδιο στο σχετίζεσθαι, με τις γυναίκες να καταστέλλουν την επιθυμία τους για αληθινές σχέσεις, και τη δική τους ανάγκη να λάβουν φροντίδα. Παρά τις παρατηρήσεις αυτές, η κοινωνία συνεχίζει να επικροτεί και να εκμεταλλεύεται τη θηλυκή ανιδιοτέλεια, συμπράττοντας στη γυναικεία άμυνα που θυσιάζει τις σχέσεις με αμοιβαία συναισθηματική ανταπόκριση, έναντι ανιδιοτελών «σχέσεων». Η λεγόμενη «αναστροφή» των ρόλων φροντίδας που παρατήρησε ο Bowlby σε παιδιά που φροντίζουν ψυχαναγκαστικά, είναι μια κοινωνικά προγραμμένη μετάβαση για τις γυναίκες, που την βιώνουν πρώτα καθώς μεταβαίνουν από κορίτσια σε «σωστές» γυναίκες στο μεταίχμιο της εφηβείας, και στη συνέχεια ως μία μετάβαση στη μητρότητα αργότερα στη ζωή. Έτσι, αυτό που ο Bowlby είδε ως παθολογικό για τα ανεσταλμένα παιδιά, έχει θεωρηθεί ως το αρχέτυπο της γυναικείας αρετής. Επιπλέον, η έρευνα στα κορίτσια δείχνει ότι η αποκήρυξη και η απομάκρυνση μιας γυναίκας από τις δικές της σκέψεις, συναισθήματα και επιθυμίες για χάρη του να έχει «σχέσεις» είναι μια απάντηση σε πολιτισμικά προδιαγεγραμμένες ρήξεις και την επίκριση στις προσπάθειες για επανόρθωση.    Η μετάβαση εκ τούτου από τη σχέση στην ψευδο-σχεσιακότητα λειτουργεί ως άμυνα που προστατεύει τις γυναίκες από τις απώλειες που είναι εγγενείς στην πατριαρχία. Αποκηρύσσοντας και απομονώνοντας τις «απαράδεκτες» πτυχές του εαυτού της και κολλώντας ανιδιοτελώς στις ψευδοσχέσεις, μια γυναίκα προστατεύει τον εαυτό της από περαιτέρω απόρριψη και απώλεια. Με τον καιρό, μπορεί να μην αντιλαμβάνεται πλέον τον πόνο της συναισθηματικής αποσύνδεσης και να ξεχνά οτιδήποτε έχει χαθεί στον συμβιβασμό που έχει κάνει.
Είναι αδύνατο να αποτυπώσω όλη την πολυπλοκότητα, τις αποχρώσεις και τον πλούτο της δουλειάς του Bowlby σε αυτή τη σύντομη παρουσίαση. Υπάρχουν όμως τρία σημεία που θέλω να τονίσω. Πρώτον, η ανάγκη για συναισθηματικό δεσμό (προσκόλληση) παρατηρείται από «την κούνια στον τάφο» (Bowlby, 1973, σ. 139). Δηλαδή, η σύνδεση είναι ζωτικής σημασίας για τον άνθρωπο σε όλα τα στάδια της ζωής του και, στην πραγματικότητα, συνδέεται με τη μακροζωία. Δεύτερον, η ανάγκη για δεσμό μιλά για την ανάγκη για αυθεντική συναισθηματική σύνδεση, και έτσι οι αντιδράσεις στην απώλεια πυροδοτούνται όχι μόνο από τη σωματική απομάκρυνση, αλλά και από τη μη ανταπόκριση ή τον λανθασμένο συναισθηματικό συντονισμό. (Με τα λόγια του Bowlby, «μια μητέρα μπορεί να είναι σωματικά παρούσα αλλά «συναισθηματικά» να απουσιάζει» [1973, σ. 23]). Οι αποκρίσεις μας σε μια σειρά από κατοπινές ρήξεις, εμπίπτουν στο ίδιο θεωρητικό πλαίσιο με τις αποκρίσεις των παιδιών στον χωρισμό και την απώλεια. Τρίτον, αν και οι αμυντικές λύσεις (απόσταση και αγχώδης προσκόλληση) είναι προσαρμοστικές σε ανασφαλή περιβάλλοντα, υπονομεύουν την ικανότητα για ασφαλείς σχέσεις. Επομένως, με την πάροδο του χρόνου, αυτές οι άμυνες γίνονται δυσπροσαρμοστικές, προκαλώντας τις ίδιες αυτές ρήξεις και απώλειες που αρχικά σχεδιάστηκαν να αντιμετωπίσουν, διαιωνίζοντας έτσι έναν κύκλο απώλειας (1980, σελ. 45, 72–74).
  Καθώς διάβαζα το έργο του Bowlby, άρχισα να κατανοώ την προσωπική μου εμπειρία απώλειας και τον τρόπο με τον οποίο συνδεότανε με την προσαρμογή μου στην πατριαρχία. Ο θάνατος είναι μια ρήξη που δεν επιδιορθώνεται. Καμιά διαμαρτυρία δεν μπορούσε να φέρει πίσω τον πατέρα μου, έτσι η διαμαρτυρία έδωσε τη θέση της στην απόγνωση και στην αυτολογοκρισία, τα οποία τελικά μετασχηματίστηκαν σε αποσύνδεση. Σαν συναισθηματικός χαμαιλέοντας, για να αποφύγω περαιτέρω απώλεια, προσαρμόστηκα στο σχεσιακό κλίμα. Γλίστρησα σχετικά εύκολα στο πατριαρχικό καλούπι της θηλυκότητας επειδή η αυτολογοκρισία και η προσκόλληση στις σχέσεις με το να είμαι αυτή που ήθελαν οι άλλοι να είμαι, ήταν κάτι που έκανα για χρόνια . Η πατριαρχική υπόσχεση ότι οι σωστές γυναίκες θα έχουν «σχέσεις» με την προϋπόθεση ότι θα θυσιάζονται για χάρη των άλλων, προσέφερε ένα μέσο αποφυγής του κινδύνου εγκατάλειψης που φοβόμουν τόσο απελπισμένα και ενίσχυσε την άμυνα έναντι στην απώλεια που είχα αφιερώσει χρόνια να τελειοποιώ. Μέσω της προσαρμοστικότητας, μείωσα τον κίνδυνο απόρριψης και απώλειας, αλλά ήταν επίσης και μια πολιτική ασφαλείας: αν δεν ήμουν καν μέσα σε σχέση, δεν θα μπορούσαν ποτέ να με εγκαταλείψουν.
  Ωστόσο, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του Bowlby, η επιθυμία μου για αυθεντική σύνδεση, η ικανότητά μου για διαμαρτυρία καταπιέστηκε, αλλά δεν χάθηκε. Έτσι, η μετατόπιση από παιδί σε «σωστή» γυναίκα, έγινε αντιληπτή από τη μια σαν καταφύγιο, και από την άλλη σαν μια φυλακή από την οποία λαχταρούσα να δραπετεύσω. Καθώς η αίσθηση της αιχμαλωσίας μου μεγάλωνε, αυξανόταν ο θυμός μου και ο φόβος μου ότι η γνήσια έκφραση θα ήταν καταστροφική. Ήμουν παγιδευμένη σε έναν φαύλο κύκλο. Παρεμπιπτόντως, σημειώστε ότι, όπως η Ίρις και πολλά από τα άλλα κορίτσια στις έρευνες της Carol, και εγώ άκμασα ακαδημαϊκά. Επιφανειακά, φαινόταν να τα πηγαίνω καλά.
Η επιθυμία μου για σύνδεση και διαμαρτυρία συνεχίστηκε, αλλά χωρίς τη δυνατότητα να εκφραστεί ανοιχτά, εκδηλώθηκε ως κατάθλιψη και άγχος. Στα 25 μου, αυτό με οδήγησε στη θεραπεία. Η θεραπεύτριά μου με ενθάρρυνε να επικοινωνώ τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου μέσα στις σχέσεις, βλέποντας πως η αυτολογοκρισία μου είχε τις ρίζες της στον φόβο της εγκατάλειψης – μια τραυματική εμπειρία που συνδέεται με τον θάνατο του πατέρα μου τον οποίο πίστευα ότι είχα αφήσει προ καιρού πίσω μου. Ωστόσο, συνέχισα να παλεύω με την αυτολογοκρισία μου εν μέρει επειδή αυτό που τώρα ήξερα ότι ήταν ψυχολογικά επιβλαβές συνέχιζε να είναι κοινωνικά προσαρμοστικό, σύμφωνα με τις επιταγές της πατριαρχικής θηλυκότητας. Η αίσθηση ότι η φωνή μου ήταν πολύ δυνατή, οι απόψεις μου πολύ έντονες, η επιθυμία μου επικίνδυνη, δεν ήταν απλώς «μεταβίβαση» μιας παρελθοντικής εμπειρίας στην τωρινή μου πραγματικότητα—ήταν μια ακριβής εκτίμηση του κόσμου στον οποίο ζούσα, ενός κόσμου που συνεχίζει να χωρίζει τις γυναίκες σε καλές και κακές και να ακούει τις ειλικρινείς φωνές των γυναικών ως πολύ δυνατές. Μόνο φτάνοντας στο NYU και διαβάζοντας το έργο της Carol βρήκα χώρο και ανταπόκριση για να διαμαρτυρηθώ ενάντια σε μια εμπειρία απώλειας που είναι πολιτιστικά επικυρωμένη και καμουφλαρισμένη πίσω από ένα πλαίσιο κανονικότητας. Και μόνο συνδέοντας το προσωπικό με το πολιτικό ήταν που μπόρεσα να βρω τη φωνή μου και να προχωρήσω πραγματικά.
  Το να μεταφέρω την προσωπική μου εμπειρία απώλειας σε μια εργασία για την πατριαρχία είναι μια πράξη πολιτικής αντίστασης ενάντια σε μια κοινωνία που μας ενθαρρύνει να κρύβουμε την ανθρωπιά μας, διότι το γεγονός ότι σύμφωνα με τα λόγια του Sullivan (1953, σελ. 22), «ο καθένας μας είναι πολύ περισσότερο απλά άνθρωπος παρά οτιδήποτε άλλο», είναι μια αλήθεια που υπονομεύει τους ισχυρισμούς της ιεραρχίας. Αλλά το να γράφω για αυτήν την εμπειρία είναι επίσης μια προσωπική διαμαρτυρία, μια προσπάθεια αποκατάστασης της σχέσης μου με τον πατέρα μου ως κάποιον που έχασε επίσης τον πατέρα του σε νεαρή ηλικία και μετά έγινε συγγραφέας. Μια εμπειρία απώλειας, που από τη φύση της μας κρατάει χώρια, γίνεται, αντίθετα, ένας δεσμός που μας ενώνει. Έτσι, αποδεικνύεται, ότι ακόμη και ο θάνατος – η πιο μόνιμη από τις απώλειες – δεν καταστρέφει τη σχέση. Η ικανότητά μου να εναντιωθώ μου δίνει τη δυνατότητα να διατηρήσω μια σύνδεση, η οποία μέχρι τη στιγμή της συγγραφής πίστευα ότι ήταν ανεπανόρθωτη.
Carol: Ιδού λοιπόν η θέση μας: η διαδρομή των αντιδράσεων στην απώλεια που περιγράφει ο Bowlby – διαμαρτυρία, απόγνωση και αποστασιοποίηση – είναι παράλληλη με την τροχιά αντίστασης που παρατηρήσαμε στην έρευνά μας για την ανάπτυξη. Η υγιής αντίσταση στην απώλεια της σχέσης γίνεται πολιτική αντίσταση ή διαμαρτυρία ενάντια στην πατριαρχία, η οποία – εάν δεν βρει ανταπόκριση ή αντιμετωπιστεί με αντίποινα – μπορεί να μετατραπεί σε απόγνωση και, τελικά, σε αποστασιοποίηση. Η αποστασιοποίηση μπορεί να λάβει δύο μορφές: ανιδιοτέλεια (αγχώδη προσκόλληση ή ψυχαναγκαστική φροντίδα) ή εγωισμό (αποστασιοποίηση από το σχετίζεσθαι, συγκάλυψη κάθε επιθυμίας για σύνδεση, επένδυση σε αντικείμενα και όχι σε πρόσωπα). Ο εγωισμός όπως και η ανιδιοτέλεια σηματοδοτούν κινήσεις αποφυγής του σχετίζεσθαι και είναι άμυνες ενάντια σε αυτή την απώλεια.
  Οι δύο μορφές αποσύνδεσης που ο Bowlby περιγράφει ως παθολογικές άμυνες ενάντια στην απώλεια είναι αυτό που αναγνωρίζουμε ως θηλυκότητα και αρρενωπότητα μέσα στην πατριαρχία. Η αγχώδης προσκόλληση είναι η ψευδο-σχεσιακότητα της ανιδιοτελούς καλόβολης γυναίκας και η συναισθηματική αποστασιοποίηση είναι η ψευδο-ανεξαρτησία του λεγόμενου αυτάρκη άνδρα. Στο όνομα της ηθικής —δηλαδή, στο όνομα της θηλυκής αρετής και της αρρενωπής τιμής— αυτοί οι αμυντικοί έμφυλοι ρόλοι διατηρούν τις συνθήκες της υποταγής και της κυριαρχίας, της σιωπής και της βίας που δομούν την πατριαρχική συνθήκη.
Αλλά πιο ύπουλα (και αυτό ήταν η πιο εκπληκτική ανακάλυψή μας), οι πατριαρχικοί έμφυλοι ρόλοι, οι κώδικες και τα σενάρια της αντρικής τιμής και γυναικείας αρετής, αποδυναμώνουν την ικανότητα για επανόρθωση (επαναπροσέγγιση). Ακυρώνουν την ικανότητά μας να παραμένουμε σε σχέση, να ξεπερνάμε τα όρια της σύγκρουσης και της διαφοράς που δημιουργούν το φύλο και όλες οι μορφές ιεραρχίας. Σαμποτάρουν την ικανότητα για επανόρθωση ενοχοποιώντας τη διαμαρτυρία ως μη αρρενωπή ή μη θηλυκή και θολώνοντας τα νερά, έτσι ώστε οι ειλικρινείς φωνές των κοριτσιών να ακούγονται ως ηλίθιες, τρελές, κακές, λάθος, πολύ δυνατές ή πολύ θυμωμένες και οι ευάλωτες φωνές των αγοριών να αντιμετωπίζονται με περιφρόνηση και χλευασμό, διότι θεωρούνται αδύναμες, κοριτσίστικες και γκέι. Έτσι, οι έμφυλοι ρόλοι δημιουργούν ρήξεις που δεν επανορθώνονται. Η απώλεια αυτού που ονομάσαμε αυθεντική σχέση, όπως η ανταποκρινόμενη αλληλεπίδραση του μωρού και της μητέρας στο βίντεο του YouTube, γίνεται αναπόφευκτη επειδή οι ειλικρινείς φωνές των γυναικών και οι συναισθηματικά ανοιχτές φωνές των ανδρών, οι φωνές που είναι ζωτικής σημασίας για την αποκατάσταση της σχέσης, γίνονται αντιθέτως απειλή για τις σχέσεις.
Υπό αυτό το πρίσμα, το φύλο είναι ο ακρογωνιαίος λίθος όλων των μορφών καταπίεσης. Ενοχοποιώντας την ικανότητα για επαναπροσέγγιση, το φύλο εμποδίζει την πρόσβαση σε μια υγιή αντίσταση. Μόλις η διαμαρτυρία καθίσταται αναποτελεσματική, η απόγνωση και η αποσύνδεση γίνονται τα μονοπάτια που ακολουθούμε, κρατώντας μέσα μας την ανάμνηση αυτών από τα οποία έχουμε παραιτηθεί στην πορεία.
Έτσι, το φύλο δεν είναι απλώς θέμα επιτέλεσης. Εξυπηρετεί και μια αμυντική λειτουργία. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι οι άμυνες κατά της απώλειας υπονομεύουν περαιτέρω την ικανότητά μας για σύνδεση και επαναπροσέγγιση. Χωρίς μια ειλικρινή φωνή, ένα κορίτσι ή μια γυναίκα δεν μπορεί να δώσει φωνή στη ρήξη της σχέσης ή να διαμαρτυρηθεί για την απώλεια που βιώνει. Χωρίς φωνή συνδεδεμένη με την επιθυμία της (και όχι με τις επιθυμίες των άλλων), δεν μπορεί να δώσει φωνή στον μαρασμό της ευχαρίστησής της. Χωρίς μια ειλικρινή φωνή, η σιωπή της γίνεται η πηγή της ρήξης που την καθιστά, στην πραγματικότητα, τη μητέρα με το παγωμένο πρόσωπο που είναι φαινομενικά παρούσα αλλά όχι πραγματικά εκεί – ένα άτομο με το οποίο οι άλλοι δεν μπορούν πραγματικά να συνδεθούν. Αλλά χωρίς μια ειλικρινή φωνή, μια φωνή συνδεδεμένη με τις δικές της εμπειρίες και επιθυμίες, προστατεύεται επίσης αποφεύγοντας μια απώλεια που μοιάζει αναπόφευκτη. Ομοίως, όταν ένα αγόρι ή ένας άντρας περιχαρακώνει τη συναισθηματική του ευαισθησία και ευφυΐα, δεν μπορεί να καταγράψει τις ρήξεις που νιώθουν οι άλλοι, ή, εν πάση περιπτώσει, τις δικές του, με αποτέλεσμα να υποφέρει στη σιωπή και τη στρέβλωση. Ωστόσο, είναι επίσης αλήθεια ότι με τον τρόπο αυτό μπορεί να καταλήξουν κυριολεκτικά να μην ενδιαφέρονται, όπως τα αγόρια που μαθαίνουν να μην κλαίνε μπορεί να καταλήξουν να μη νιώθουν τον πόνο ή τη λύπη τους. Η εσωτερίκευση των έμφυλων πατριαρχικών κωδίκων δημιουργεί έτσι τον φαύλο κύκλο της απώλειας που περιγράφει ο Bowlby με τον οποίο το άτομο που υφίσταται την απώλεια την προκαλεί επίσης και διαιωνίζει την πατριαρχία μέσω της σιωπής ή της βίας.
Η προσπάθεια να κρατηθούμε σε ασφαλή απόσταση από τον πόνο της απώλειας έχει το τίμημα του να θυσιάζουμε την αγάπη και τη δημοκρατία, η οποία δημοκρατία όπως και η αγάπη εξαρτάται από ισότιμες φωνές και αυθεντικές σχέσεις (Gilligan & Richards, 2009). Η πατριαρχία επιμένει γιατί υποσκάπτει την ικανότητα για επανόρθωση. Χωρίς τη δυνατότητα επανόρθωσης, η συναισθητική ανταπόκριση – η οποία από τη φύση της βρίσκεται σε συνεχή ροή – καθίσταται αδύνατη. Έτσι, ανταλλάσσουμε τη σχεσιακότητα με «σχέσεις», οι οποίες είναι στημένες και προδιαγεγραμμένες παρά ζωντανές και ρευστές. Αποφεύγουμε αυτό ακριβώς που επιθυμούμε – την αγάπη – φοβούμενοι να ξαναζήσουμε μια απώλεια που μοιάζει πλέον αναπόδραστη.
  Naomi: Ποιες είναι οι επιπτώσεις; Ορίστε κάποιες που βλέπουμε.
Πρώτον, το ψυχολογικό και το πολιτικό είναι αδιαχώριστα. Αυτό που από πολιτική σκοπιά μπορεί να φαίνεται ακατανόητο, παράλογο ή ασύμφορο για όλους, μπορεί να έχει ψυχολογική εξήγηση. Μπορεί επίσης να αντανακλά ιστορικό τραύματος που ξεδιπλώνεται ασυνείδητα και δημόσια. Η ψυχαναλυτική κατανόηση γίνεται τότε το κλειδί για να κατανοήσουμε την πολιτική μας ζωή.
Δεύτερον, η θέση μας προϋποθέτει μια επαναεννοιολόγηση της αντίστασης. Η ψυχολογική αντίσταση είναι μια άμυνα απέναντι στην αυθεντική σύνδεση, η οποία εκδηλώνεται ως ψευδο-σχεσιακότητα (αυτολογοκρισία για χάρη της ύπαρξης «σχέσεων») ή ψευδο-ανεξαρτησία (αποστασιοποίηση από τη σχεσιακότητα για χάρη της «αυτονομίας»). Η υγιής αντίσταση, αντίθετα, είναι η ικανότητα αυτοεπιβεβαίωσης μέσα στη σχέση, η οποία εκδηλώνεται ως διαμαρτυρία ενάντια στο πατριαρχικό ιδεώδες της αυτοπραγμάτωσης μέσω του χωρισμού και της συνακόλουθης ιδέας ότι η σχεσιακότητα εξαρτάται από την αυτοκαταστολή ή την αυτοθυσία. Από αυτή την οπτική γωνία, η αντιθετική συμπεριφορά —για παράδειγμα, η αντίσταση στην ερμηνεία ενός αναλυτή ή στο αναλυτικό πλαίσιο – αν και παραδοσιακά θεωρείται ψυχολογική άμυνα, μπορεί στην πραγματικότητα να είναι μια μορφή υγιούς αντίστασης, μια διαμαρτυρία ενάντια στην απώλεια επαφής που αλλιώς θεωρείται αναπόφευκτη.
Τρίτον, πρέπει να μιλήσουμε για το φύλο. Οι κώδικες αρρενωπότητας και θηλυκότητας δυναμιτίζουν την ικανότητα για επαναπροσέγγιση και είναι ικανοί να κάνουν αυτή την υπονόμευση μια οικονομικά συμφέρουσα κοινωνική προσαρμογή, δεδομένων των ανταμοιβών (προνομίων) που παραχωρούνται σε αυτούς και αυτές που θεωρούνται πραγματικοί άνδρες και σωστές γυναίκες. Τα τελευταία 40 χρόνια, η ψυχανάλυση έχει καταφέρει μια ριζική μεταστροφή προς την αποδοχή της διαπροσωπικής και σχεσιακής φύσης της ανθρώπινης ανάπτυξης. Ωστόσο, οι πολιτικές επιπτώσεις αυτής της μετατόπισης έχουν αποσιωπηθεί με το να παραβλέπονται οι έμφυλες πλευρές του διαπροσωπικού και του σχεσιακού και, συγκεκριμένα, ο τρόπος με τον οποίο εμφυλοποιείται η θηλυκότητα μέσα στην πατριαρχία. Με αποτέλεσμα να την εξιδανικεύουν και την απαξιώνουν ταυτόχρονα, όπως ακριβώς και τις γυναίκες.
Τέταρτον, αποχωρισμοί και απώλειες που είναι δυσπροσαρμοστικοί από την άποψη της (θεωρίας) προσκόλλησης είναι προσαρμοστικοί στην κουλτούρα της πατριαρχίας, καθιστώντας απαραίτητο να αναγνωρίζει κανείς ότι όταν οι ασθενείς κινούνται προς μια πορεία υγιούς αντίστασης ενάντια σε απώλειες που επιβάλλονται κοινωνικά και είναι πολιτισμικά προδιαγεγραμμένες, κινούνται επίσης και προς μία πολιτική αντίσταση. Ένα προφανές ερώτημα είναι πώς διαδραματίζεται αυτή η υγιής και πολιτική αντίσταση εντός της αναλυτικής σχέσης, δεδομένης της διαφοράς ισχύος μεταξύ αναλυτή και ασθενούς και των πιέσεων που υπάρχουν και από τις δύο πλευρές προς την υποχωρητικότητα. Η ψυχανάλυση ταλανίζεται με το πώς να δημιουργήσει ένα πιο δημοκρατικό αναλυτικό πλαίσιο από τότε που ο Ferenczi (1949) υπογράμμισε την επίγνωση αλλά και την ανταπόκριση του ασθενούς στα πραγματικά συναισθήματα του αναλυτή. Ελλείψει μιας πιο ισότιμης σχέσης, η ανάλυση μπορεί -όπως έδειξε ο Ferenczi- να αναπαράγει ακούσια τη «σύγχυση των γλωσσών» που σχετίζονται με το τραύμα. Η θέση μας συνεισφέρει σε αυτή τη συνεχιζόμενη ανταλλαγή τοποθετώντας τη διαμαρτυρία ενάντια στην απώλεια ως κεντρικό στοιχείο στη δημιουργία και τη διατήρηση μιας πιο δημοκρατικής και ισότιμης σχέσης μεταξύ αναλυτή και ασθενή. Συγκεκριμένα, στρέφει την προσοχή στη διαδρομή της διαμαρτυρίας, της απελπισίας και της αποστασιοποίησης και στους τρόπους με τους οποίους αυτή η διαδρομή μπορεί να εκδραματιστεί μέσα στην αναλυτική συνθήκη. Ενθαρρύνουμε τον αναλυτή να είναι σε εγρήγορση στην παρακολούθηση αυτής της διαδρομής και του αντίκτυπού της, δεδομένου του πόσο εύκολο είναι να μπερδέψουμε τη φωνή διαμαρτυρίας του ασθενούς με την αντίσταση στη θεραπεία και να ακούσουμε τη φωνή της αποστασιοποίησης κανονιστικά – ως τη φωνή ενός πραγματικού άντρα ή μιας σωστής γυναίκας.
Έτσι, η θέση μας συνεπάγεται μια αλλαγή προοπτικής και γλώσσας, και την ανάγκη ενός νέου πλαισίου. Διότι, όσο συνεχίζουμε να περιγράφουμε τη σχεσιακή φωνή ως «προ-οιδιπόδεια», υποθέτουμε ότι θα εκτοπιστεί ή θα υποχωρήσει από την Οιδιποδειακή, από την εσωτερικευμένη φωνή και νόμο του πατέρα. Μόλις η σχεσιακή φωνή -η φωνή της διαμαρτυρίας και της επαναπροσέγγισης- ακουστεί ως ανθρώπινη φωνή, τόσο το πλαίσιο όσο και το άκουσμα αλλάζουν. Τότε γίνεται ευκολότερο να αναγνωρίσουμε την αλληλεξάρτηση των ανθρώπινων ζωών, να αρνηθούμε την πόλωση μεταξύ της θηλυκής ανιδιοτέλειας και της αρρενωπής αυτονομίας και να αντισταθούμε σε μια τροχιά που χαρτογραφεί την ανθρώπινη ανάπτυξη ως μια μετάβαση από την εξάρτηση στην ανεξαρτησία. Αντί να αποδεχθεί την απώλεια της σχεσιακότητας ως αναπόφευκτη ή αναπόδραστη, το υγιές άτομο, κατά την άποψή μας, θα βιώσει τη θλίψη και θα διαμαρτυρηθεί για την απώλεια.
Αυτό μας οδηγεί στο τελικό μας σημείο: Η απώλεια της ευχαρίστησης είναι ο δείκτης της μύησης (στην πατριαρχία) που γίνεται αισθητή στο σώμα και βιώνεται ως απόγνωση. Μπορείς να ανιχνεύσεις αυτή την απώλεια παρακολουθώντας τη μετάβαση από τη σχεσιακή φωνή, στις πατριαρχικές φωνές της ανιδιοτελούς θηλυκότητας και της αποστασιοποιημένης αρρενωπότητας. Μπορείς να εντοπίσεις την παρουσία της στον φόβο της αγάπης. Ωστόσο, ο μαρασμός της ευχαρίστησης δεν είναι μη αναστρέψιμος. Η επιθυμία μας για αυθεντικές σχέσεις και η ικανότητά μας να επανορθώνουμε τις ρήξεις δεν σβήνουν, μόνο καταπιέζονται ως μέσο διατήρησης «σχέσεων» σε μη υποστηρικτικά περιβάλλοντα.
  Υπό αυτό το πρίσμα, η ανάλυση γίνεται ένα εκπαιδευτικό έδαφος για την αντίσταση στον μαρασμό της ευχαρίστησης που κρύβεται πίσω από τις πατριαρχικές φωνές της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας, παρέχοντας ταυτόχρονα ένα ευαίσθητο αυτί και ενθάρρυνση για την προ-πατριαρχική ανθρώπινη φωνή που διαμαρτύρεται για αυτήν την απώλεια. Συγκεκριμένα, οι αναλυτές μπορούν να είναι υποψιασμένοι στην αλλαγή στη φωνή που σηματοδοτεί μια κίνηση εντός ή εκτός της σχέσης, όχι μόνο στους ασθενείς τους αλλά και στους ίδιους. Από αυτή την άποψη, οι αναπόφευκτες ρήξεις στην αναλυτική σχέση γίνονται ευκαιρίες τόσο για τους αναλυτές όσο και για τους ασθενείς να αντισταθούν και να διαμαρτυρηθούν για τις απώλειες που μπορεί να είχαν αποδεχτεί ως αναπόφευκτες και να επανορθώσουν την επαφή που μπορεί να ήταν διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν στο όνομα της ανιδιοτέλειας ή της αυτονομίας.
Το να αφουγκραστούμε και να ενισχύσουμε την προ-πατριαρχική ανθρώπινη φωνή είναι το κλειδί για την ψυχική ανθεκτικότητα και την πολιτική αντίσταση – απαραίτητη προϋπόθεση και για την αγάπη και για τη δημοκρατική διακυβέρνηση. Όπως το βλέπουμε εμείς, η ψυχανάλυση έχει τη δυνατότητα να αποσυναρμολογήσει τις δομές της πατριαρχίας. Στο σημερινό πολιτικό κλίμα, μένει ένα ερώτημα: Τι θα χρειαζόταν για να συνειδητοποιήσει η ψυχανάλυση αυτή την απελευθερωτική της δυνατότητα;

(Μετάφραση Καριοφυλλίδου Ευαγγελία, Κοινωνική Ανθρωπολόγος – Ψυχαναλυτική Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας – Ψυχοδυναμική Ψυχοθεραπεύτρια)
Carol Gilligan & Naomi Snider (2017)
The Loss of Pleasure, or Why We Are Still Talking about Oedipus,
Contemporary Psychoanalysis, 53:2, 173-195.

Για εγγραφές

Για απορίες

Δείτε τα βιβλία μας

Βρες τον Θεραπευτή σου

error: Το περιεχόμενο προστατεύεται !!